Για τον Βαλβέρδε
Το βιογραφικό του Βαλβέρδε θα γράψει πως στην δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και σύντομα θα μάθουμε αν θα προσθέσει κι ένα κύπελλο, ώστε να έχει άλλο ένα νταμπλ μαζί μ’αυτό της πρώτης θητείας. Επίσης, το βιογραφικό θα αναφέρει πως έκανε εννέα πόντους στο Champions League, αλλά αποκλείστηκε από τους 16, πέτυχε πέντε συνεχόμενες νίκες στην Ευρώπη, με τις τρεις να γίνονται εκτός έδρας, κι έχασε στο τέλος μια πρόκριση στους 8 του Europa League.
Αυτά θα λένε οι βούλες του βιογραφικού για όποιον το κοιτάει. Όμως, αυτή θα είναι η ποδοσφαιρική ανάγνωση για κάποιον εκτός Ελλάδας, που θα κοιτάξει τι έγραψε το ταμείο όσον αφορά το χορτάρι. Εμείς, αυτοί που τον ζήσαμε εδώ και ξέρουμε/είμαστε το ελληνικό ποδοσφαιρικό περιβάλλον, έχουμε κι άλλες βούλες, κι άλλα παράσημα να προσθέσουμε στο βιογραφικό του.
Δεν μιλάω για τα εντός χορταριού. Δεν μιλάω για το ποδόσφαιρο που έπαιξε ο Ολυμπιακός, για τις αρχές που είχε στο παιχνίδι του, για την βελτίωση ποδοσφαιριστών, για την πίστη στο σχέδιο ακόμα και στα δύσκολα, για την διαχείριση κρίσεων, για την προσέγγιση των ευρωπαϊκών αγώνων, για το σχεδόν υποδειγματικό ροτέισον, για την αγωνιστική ετοιμότητα των παικτών που έρχονταν από τον πάγκο, τον τρόπο που κερδήθηκαν παίκτες σαν τον Αμπντούν και τον Μανιάτη, πειθάρχησαν φασαριόζοι σαν τον Τζιμπούρ και ντίβες σαν τον Πάντελιτς και προσέθεσαν ποιότητα και γνώση παίκτες σαν τον Αβραάμ, τον Τοροσίδη και τον Μιραλάς.
Αυτά είναι δεδομένα και συνέβησαν. Αποτελούν ταυτόχρονα και παράσημα, αλλά και βάση για να προστεθούν κι άλλα, εκτός χορταριού. Κι ένα παράσημο μεγάλο για τον Βαλβέρδε είναι πως έγινε προπονητικό σύμβολο στον πάγκο μιας ομάδας που ένα μεγάλο κομμάτι της είχε εδώ και χρονιά απαξιώσει τον θεσμό του προπονητή.
Είναι γνωστό το πως φερόταν στους προπονητές ο Κόκκαλης. Αφενός, δεν ήθελε κανείς να φτάσει το μέγεθος που απόκτησαν ο Μπάγεβιτς κι ο Ιωαννίδης, στα πρώτα του χρόνια σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Αφετέρου, ο Κόκκαλης έφτασε σχετικά γρήγορα στο να θεωρήσει μπελά και σχεδόν αχρείαστους τους προπονητές. Όταν τους έπαιρνε, έβλεπε σ’αυτούς μόνο προτερήματα. Πολύ γρήγορα άρχιζε, σαν γκρινιάρης οπαδός, να βλέπει μόνο ελαττώματα μέχρι που ένα βράδυ, ή πρωί ανάλογα τα κέφια, έπαιρνε τηλέφωνο τον Λούβαρη για να καθαρίσει την μπουγάδα.
Την λογική του μας την φανέρωσε απροκάλυπτα στα τελευταία χρόνια, όταν παρουσίαζε τον Κετσπάγια και “αποχαιρετούσε”, ω τι σύμπτωση, τον Βαλβέρδε: “Και το νταμπλ μας βγήκε η ψυχή για να το πάρουμε και στο φινάλε, που αλλού θα βρει αυτός ευκαιρία να πάρει κούπες”. Ξεκάθαρα πράγματα. Εμείς δίνουμε διακρίσεις στους προπονητές, όχι αυτοί σ’εμάς. Εμείς τα καταφέρνουμε ούτως ή άλλως, αυτοί είναι που κερδίζουν που κάθονται στον πάγκο μας.
Αυτή η λογική χρόνων δεν γινόταν να επηρεάσει το περιβάλλον. Μοιραία, σημαντική μερίδα του κόσμου, αλλά και των ερυθρόλευκων ρεπόρτερ, αρθρογράφων και οπαδικών εφημερίδων ασπάστηκε την ίδια λογική. Όταν ο Κόκκαλης, σαν άλλος Λουδοβίκος, έλεγε πως “ο Ολυμπιακός είμαι εγώ”, δεν απαξίωνε μόνο τα εκάστοτε πρόσωπα, αλλά κατάφερε μια συνολική απαξίωση του θεσμού του προπονητή.
Εκλογολόγος δεν είμαι για να ξέρω το ποσοστό της, αλλά είναι δεδομένο πως μεγάλη μερίδα του “Ολυμπιακού οργανισμού”, κόσμος και Τύπος, είχε και έχει ακόμα την ίδια νοοτροπία: “Ένας αχρείαστος είναι ο κάθε προπονητής. Όλο λάθη, το μόνο που κάνει είναι να κρατάει την ομάδα πίσω, που στο φινάλε δεν χρειάζεται και πολλά, αφού έχει παιχταράδες, προεδράρα και κόσμο. Αν κερδίζουμε, το κρέντιτ το παίρνουν κυρίως αυτοί, αν όχι, το χρεώνεται αυτός και τα λάθη του”.
Δεν μπορώ να γνωρίζω αν αυτή η μερίδα ήταν η μεγάλη πλειοψηφία ή αν απλώς έκαναν τον περισσότερο θόρυβο. Η αίσθησή μου, όμως, έλεγε πως αποτελούν την πλειοψηφία, το καθεστώς, αν πρέπει να το πούμε έτσι. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ταυτόχρονα δεν υπήρχαν κι οι “αλλοι”. Αυτοί που ήταν αντίθετοι σ’αυτήν την απαξίωση του θεσμού, αυτοί που όταν έλεγαν “θέλουμε έναν κανονικό προπονητή να δουλέψει” δεν εννοούσαν “για να τον βρίζουμε για κάθε αλλαγή, για κάθε παίκτη που δεν παίζει και για κάθε αγώνα που δεν κερδίζουμε”.
Ένα μεγάλο παράσημο του Βαλβέρδε, λοιπόν, είναι πως έγινε σύμβολο γι’αυτούς που τόσο ήθελαν να δουν κάποιον να δουλεύει με τον τρόπο και τον χρόνο που το έκανε αυτός και κατάφερε, έστω και λίγο, να κερδίσει την πλειοψηφία που το μόνο που ήξερε είναι να γκρινιάζει και να απαξιώνει. Ξέρω πως πολλοί εξ αυτών, οπαδοί και δημοσιογράφοι, που σήμερα τον αποχαιρετούν με τιμές, ξεχνάνε ή κάνουν πως ξεχνάνε πως και οι ίδιοι αυτό έκαναν αυτά τα δύο χρόνια. Σε κάθε ευκαιρία, γκρίνια κι απαξίωση.
Δεν μεγάλωσα τόσο ώστε να μην θυμάμαι. Και θυμάμαι τους ακροατές να παίρνουν και να γκρινιάζουν γιατί δεν παίζει ο τάδε, να ζητάνε το κεφάλι του Ερνέστο σε κάθε στραβή. Θυμάμαι τις ερωτήσεις και τα σχόλια στα chat που κάνουμε με τον Τσάρλι, θυμάμαι τα άρθρα και τα πρωτοσέλιδα του στιλ “ο Ολυμπιακός δεν είναι Εσπανιόλ”, θυμάμαι τα σχόλια κάτω από το κείμενο που είχα γράψει μετά την ήττα στα Πηγάδια. Και ξέρω πως πολλοί εξ αυτών μιλάνε τώρα με καλά λόγια για τον Βαλβέρδε ή θεωρούν πως ανήκουν κι αυτοί στην μερίδα που “τον στήριξε”. Μόνο που “στήριξη” σημαίνει πάνω απ’όλα “προσπάθεια για κατανόηση”, δεν σημαίνει χειροκρότημα στις νίκες, αλλά επιφανειακή προσέγγιση και γκρίνια όταν κάτι δεν πάει καλά.
Ο Ερνέστο εργάστηκε μέσα σ’αυτό το περιβάλλον, το αγνόησε επιδεικτικά και εν τέλει το νίκησε. Πως τό’λεγε να δεις ο Γκάντι αυτό το ωραίο. Πρώτα σε αγνοούν, μετά γελάνε μαζί σου, μετά σε πολεμάνε, μετά νικάς. Κι η νίκη του Βαλβέρδε δεν είναι που κατάφερε να φύγει όπως ελάχιστοι έχουν φύγει από ομάδες στην Ελλάδα, δεν είναι που φεύγει και γράφονται και λέγονται τόσα καλά γι’αυτόν, ακόμα κι απ’αυτούς που τον ξέσκιζαν σε κάθε ευκαιρία επειδή έτσι έχουν μάθει να κάνουν.
Η μεγάλη νίκη του είναι που, δεν μπορεί, θα κατάφερε αυτά τα δυο χρόνια να κάνει έστω και έναν οπαδό του Ολυμπιακού που έβλεπε στρεβλά τον θεσμό “Προπονητής”, να τον βλέπει πλέον με διαφορετικό μάτι. Εύκολο να το γράφεις, δύσκολο να το πετύχεις. Έτσι, η προίκα του για τον επόμενο δεν περιορίζεται στα όσα αφήνει εντός χορταριού, αλλά είναι κυρίως αυτή η αλλαγή οπτικής. Ακόμα κι αν την πέτυχε μόνο στο μυαλό ενός. Δεν είναι λίγο.