Καρέτσας στο «The Athletic»: «Ήξερα ότι νιώθω περισσότερο Έλληνας»
Ο Κωνσταντίνος Καρέτσας παραχώρησε συνέντευξη στο «The Athletic», μίλησε για την αγάπη του για την Ελλάδα αλλά και τα όνειρά του για την καριέρα του.
«Καρέτσας, ο εξτρέμ που λατρεύουν οι μεγαλύτεροι σύλλογοι της Ευρώπης» είναι ο τίτλος της συνέντευξης που παραχώρησε ο Κωνσταντίνος Καρέτσας στο «The Athletic», το αθλητικό μέσο το οποίο ανήκει στους «New York Times».
Ο Έλληνας παίκτης μίλησε για όλα όσα έχει προλάβει να πετύχει, παρά το νεαρό της ηλικίας του, αλλά και για όλα όσα ονειρεύεται για το μέλλον. Και φυσικά για την αγάπη του για την Ελλάδα.
«Πρέπει απλά να κάνεις ό,τι σου έρχεται στο μυαλό», λέει ο δύο μέρες πριν από την επικράτηση με 3-2 επί της Σκωτίας. «Δεν μπορείς να είσαι ρομποτικός. Στο ένας εναντίον ενός, πάρε τον αντίπαλο, σούταρε, δώσε ασίστ, κάνε σέντρα, παίξε ένα-δύο. Αυτό είναι το όμορφο ποδόσφαιρο για μένα».
Στο ντεμπούτο του, οκτώ μήνες νωρίτερα κόντρα στους ίδιους αντιπάλους, είχε πετύχει ίσως ακόμη ωραιότερο γκολ, στέλνοντας την μπάλα στο παραθυράκι με το αριστερό.
Η τεχνική είναι το μεγαλύτερο όπλο του και, παρότι η μανία του να ντριμπλάρει θυμίζει δεκαετία ’90, αρκετά από τα χαρακτηριστικά του είναι απολύτως σύγχρονα.
Ο Καρέτσας αντιλαμβάνεται τις προσδοκίες και το γεγονός ότι μάλλον σύντομα θα αφήσει τη Γκενκ, την ομάδα της πόλης του, όπου έγινε ο νεαρότερος σκόρερ στην ιστορία του βελγικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
«Με τον πατέρα μου χαράξαμε με ακρίβεια τη διαδρομή μου,» εξηγεί. «Πρώτα να καθιερωθώ στο Βέλγιο και μετά να πάω σε μια ομάδα, φέτος, του χρόνου, θα δούμε. Αλλά πηγαίνει όπως το σχεδιάσαμε».
Προτίμηση σε κάποια λίγκα; «Δεν έχω», λέει. «Με τη σωστή νοοτροπία, μπορώ να τα καταφέρω παντού. Αν έπρεπε να διαλέξω, προτιμώ τη La Liga, αλλά θα πήγαινα οπουδήποτε, σε οποιονδήποτε μεγάλο σύλλογο. Εξαρτάται από το τι θα υπάρξει εκείνη τη στιγμή».
Αν και είχε προβιβασθεί στην πρώτη ομάδα της Γκενκ στα 15 του, πέρυσι είχε μείνει για λίγο στον πάγκο.
«Άλλαξα τη νοοτροπία μου», εξηγεί. «Από το να είμαι εντάξει με το να είμαι μέτριος, στο να θέλω να είμαι ο καλύτερος».
Ο θόρυβος γύρω από έναν νέο παίκτη είναι μεγάλος, έπρεπε να τον αγνοήσει για να συγκεντρωθεί στο ποιος θέλει να γίνει. Τον ενέπνευσε ο Μάικλ Τζόρνταν. «Όχι ότι θα πετύχω όσα εκείνος, είναι σχεδόν αδύνατο. Αλλά θέλω κάθε μέρα να γίνομαι καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου».
Το να ξεχωρίζεις ως έφηβος απαιτεί και ψυχική αντοχή. «Στο ποδόσφαιρο έχεις 60% κακές στιγμές και 40% καλές», λέει. «Αλλά οι καλές δεν συγκρίνονται. Για αυτό στις κακές πρέπει απλώς να συνεχίζεις».
Προσπαθεί επίσης να κρατά ισορροπία: «Δεν θα περάσω όλο μου το απόγευμα βλέποντας ποδόσφαιρο. Αν δεν το κάνεις, θα τρελαθείς».
Οι γονείς του, που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών ανθρακωρύχων στον βελγικό νότο, του έμαθαν να είναι προσγειωμένος. Ο πατέρας του σταμάτησε το ποδόσφαιρο για χάρη των παιδιών του. Η μητέρα του δούλευε πολλές ώρες σε γραφείο. «Έκαναν θυσίες. Είχα την καλύτερη παιδική ηλικία».
Ο μικρός του αδερφός, ο Γιώργος, παίζει και αυτός στις ακαδημίες της Γκενκ. «Είναι πιο ψηλός, πιο δυνατός, πιο γρήγορος από μένα στα 12. Ελπίζω να γίνει ακόμη καλύτερος».
Η επιλογή της Ελλάδας ήταν ζήτημα καρδιάς. Αν και το Βέλγιο τον θεωρούσε το κορυφαίο ταλέντο της ηλικίας του, εκείνος μεγάλωσε πηγαίνοντας κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα, βλέποντας με τον πατέρα του ξανά και ξανά το Euro 2004.
«Κάθε φορά που έπαιζα με το Βέλγιο ένιωθα τιμή, αλλά υπήρχε πάντα ένα περίεργο συναίσθημα. Ήξερα ότι νιώθω περισσότερο Έλληνας».
Τώρα ανήκει σε μια ανερχόμενη γενιά Ελλήνων παικτών: Κωνσταντέλιας, Μουζακίτης, Κωστούλας, Τζίμας.
Ως πιο μικρόσωμος παίκτης, θέλει να βελτιώσει τη σωματοδομή του. Στο Βέλγιο συμμετείχε στο πρόγραμμα «Futures», για όσους καθυστερούν σωματικά στην ανάπτυξη, ώστε να αγωνίζονται απέναντι σε αντίστοιχα παιδιά.
«Δεν ήμουν δυνατός, ούτε γρήγορος, ούτε μεγαλόσωμος. Οι άλλοι είχαν μπει ήδη στην εφηβεία. Το σώμα μου έπρεπε ακόμη να αλλάξει. Αλλά όλοι ήξεραν την τεχνική μου. Το πρόγραμμα με βοήθησε πολύ».
Επόμενος στόχος: η αποτελεσματικότητα. Με επτά ασίστ φέτος, δείχνει σε καλό δρόμο...
«Η ασίστ μου δίνει μεγάλη χαρά», λέει. «Μπορείς να ανεβάσεις έναν συμπαίκτη που περνά δύσκολη περίοδο. Τον βοηθάς, νιώθει καλύτερα, και αυτό είναι υπέροχο. Το γκολ είναι ασύγκριτο, αλλά η ασίστ αξίζει το ίδιο». Το μεγαλύτερο όπλο του ωστόσο είναι η ντρίμπλα.
«Από τότε που περπατούσα, είχα μπάλα στα πόδια. Ο πατέρας μου με ενθάρρυνε. Έβλεπα Μέσι, Ροναλντίνιο, Νεϊμάρ, Ρονάλντο «Φαινόμενο», και μετά έβγαινα να γίνω ο εαυτός μου.
Οι περισσότεροι προπονητές μου έλεγαν να σταματήσω τη ντρίμπλα. Ο πατέρας μου είπε: 'Μην το κάνεις ποτέ'. Και δεν το έκανα. Αν το προσπαθήσεις τρεις φορές και αποτύχεις, αλλά την τέταρτη η ομάδα σκοράρει, κανείς δεν θυμάται τις άλλες τρεις.
Δεν μπορώ τη ρομποτική μπάλα. Η δημιουργικότητα είναι αυτό που κάνει το ποδόσφαιρο όμορφο».