Σινέ Κορυδαλλός…

Σινέ Κορυδαλλός…

…Τον έπιασε σύγκρυο… Έπρεπε να διανύσει μόνος, με τα πόδια, ένα μισοσκότεινο μακρύ διάδρομο, στον οποίο μόλις που χωρούσε… Δεξιά κι αριστερά υψώνονταν δύο τεράστιοι τοίχοι, στη θέα των οποίων ένιωσε να συνθλίβεται… Ήταν σαν το ποντίκι μες στη φάκα… Και πουλί να ήταν, δεν θα μπορούσε να πετάξει…

Του φάνηκε αιώνας το ολιγόλεπτο περπάτημα «στο διάδρομο της κόλασης», όπως τον βάφτισε. Έφτασε πια μπροστά, στο αρχιφυλακείο…

Ο αρχιφύλακας, που είχε εκτελέσει χιλιάδες φορές τη διαδικασία, ούτε που τον κοίταξε… Τα μάτια του ερευνούσαν τα χαρτί που κρατούσε στα χέρια του.

«Στην Ακτίνα Α», είπε ξερά.

Το μυαλό του, αυτό που είχε μάθει να εκτελεί χιλιάδες πράγματα, ήταν ήδη φυλακισμένο. Κι έτσι σιδερόφρακτο, κατακλυζόταν από ένα σωρό απορίες.

«Ακτίνα; Τι είναι Ακτίνα; Πάλι τίποτε μηχανήματα;»

Μέχρι να καταλάβει τι και πώς, άκουσε έναν άλλο φύλακα να του λέει:

«Πας στο Α 38, είναι το κελί σου…»

«Θα είμαι μόνος μου;», ρώτησε.

Ο φύλακας έβαλε τα γέλια.

«Μπα, θα είναι μαζί σου και μια χορεύτρια, δεν σε πειράζει, έτσι;»

Το μάτι του έπεσε σε μια εικόνα του Χριστού στον τοίχο. Μια μαρμάρινη επιγραφή έγραφε από κάτω:

Ο Θεός είναι αγάπη…

Μια άλλη πινακίδα έγραφε:

ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΝ Α΄

ΑΝΔΡΕΟΥ ΣΥΓΓΡΟΥ

Η ψυχή του όμως ήταν μια λεωφόρος που ξεχείλιζε από μίσος, φόβο, αγωνία, αβεβαιότητα, πανικό, όλα μαζί ανακατεμένα, τα οποία έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα…

Τον οδήγησαν σε έναν άλλο διάδρομο και του είπαν να κατέβει τα σκαλιά. Πρόλαβε να διαβάσει την πινακίδα:

ΑΠΟΘΗΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ.

«Κατέβα να πάρεις στρώμα και σεντόνια», του είπε ο φύλακας.

Το ταμπούρλο της καρδιάς του ξανάρχισε όταν αντίκρισε μια στοίβα από βρόμικα στρώματα. Το πιο καθαρό ήταν μέσα στις κιτρινίλες και τους λεκέδες διάφορων αποχρώσεων», ενώ οι κουβέρτες βρομοκοπούσαν. Σκέφτηκε ότι μ’ αυτές πρέπει να είχαν σκεπαστεί οι εξόριστοι στη Γυάρο…

Από το χώρο έβγαινε μια αποπνιχτική μυρωδιά, κλεισούρας και μούχλας, ανεβάζοντας την ταραχή του στα ύψη. Ένα μικρό ποντικάκι πέρασε εντελώς ατάραχο, ψάχνοντας το ταίρι του ή κάτι άλλο. Εκείνος το αγνόησε…

«Όλα αυτά είναι για τα σκουπίδια…», είπε στο φύλακα.

«Καλά, εσύ κοιμήσου πάνω στο σομιέ του κρεβατιού και παραγγέλνεις δικό σου στρώμα, περιωπής», του απάντησε, κόβοντάς του το βήχα…

«Εννοείς… δεν έχει τίποτ’ άλλο»;

«Αυτά είναι όλα κι όλα», του είπε κοφτά, και του ζήτησε να επισπεύσει τις διαδικασίες για να πάει στο κελί…

Βλέποντας τη… σουίτα Α 38, το νέο του σπίτι, πραγματικά λύγισε. Ένιωθε ότι τα πόδια του δεν θα τον κρατούσαν άλλο κι ότι θα σωριαζόταν στο βρομερό και γλιστερό δάπεδο.

Ήταν ένα μπουντρούμι, οκτώ και οκτώμισι τετραγωνικά όλο κι όλο, όπως υπολόγισε. Μέσα υπήρχαν δυο σιδερένιες κουκέτες κι ένας μικροσκοπικός νιπτήρας. Αλλά εκείνο που τον σόκαρε περισσότερο ήταν μια μικρή ανοιχτή τούρκικη τουαλέτα στη γωνία, βρόμα και δυσωδία, με τα τελευταία ίχνη από τη χρήση της να μην έχουν χαθεί τελείως. Στο όλο θέαμα του ήρθε δυσφορία, τρομερή δυσφορία, κι ήταν θαύμα που κατάφερε να συγκρατήσει τον εμετό που ανέβηκε ως το λαιμό του…

Ρίχνοντας μια δεύτερη ματιά, είδε ότι οι τοίχοι ήταν βρόμικοι και γεμάτοι προστυχόλογα, ενώ ανάμεσα στις δυο κουκέτες υπήρχε μία αφίσα με την Παμέλα Άντερσον ολόγυμνη. Ήταν στερεωμένη με πλαστελίνη, που είχαν βάλει οι θαυμαστές της και στις τέσσερις γωνίες. Όλα πλαστικά…

Παρατήρησε ότι τα τρία κρεβάτια είχαν στρώματα και σκεπάσματα, και μόνο ένα, το πάνω αριστερά, ήταν άδειο. Δεν υπήρχε κανείς άλλος μέσα στο κελί, κι αυτό τον παραξένεψε. Κάθισε σε ένα από τα κάτω κρεβάτια, αφού είχε εξαντλήσει την ξενάγηση στο νέο του διαμέρισμα, όταν άκουσε θόρυβο έξω από τη σιδερένια πόρτα.

Τρείς άντρες εισέβαλαν, όλοι αξύριστοι και με λερωμένα ρούχα. Ο ένας τους τον άρπαξε από το σακάκι.

«Τι κάνεις εδώ ρε π….;», του πέταξε στα μούτρα.

«Κάθεσαι πάνω στο κρεβάτι μου; Ποιον ρώτησες ρε;»

Ταράχτηκε πολύ, ωστόσο βρήκε τη δύναμη να πει:

«Γεια σας, καλημέρα… Συγγνώμη δεν…»

«Τι συγγνώμη ρε μπινέ; Σήκω πάνω παλιόπ…».

Συγχρόνως, ένιωσε το σβέρκο του να τραντάζεται από μια ξεγυριστή σφαλιάρα. Πήγε να αντιδράσει, αλλά βλέποντας να κινούνται καταπάνω του και οι άλλοι δύο, κατάλαβε ότι δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή…».

«Ρε ψευτομαγκίτη, έξω παρίστανες τον καμπόσο… Εδώ είναι αλλιώς…», του είπε ο δεύτερος.

Έπρεπε να το παραδεχτεί, τουλάχιστον στον εαυτό του. Ήταν εντελώς τρομοκρατημένος.

Ο τρίτος απ’ αυτούς τους λύκους μπήκε ανάμεσα και είπε στους άλλους δυο:

«Αφήστε, ρε, τον άνθρωπο. Ταλαιπωρημένος είναι… Αφήστε τον να πάρει μια ανάσα…».

Κι ύστερα έκπληκτος τον είδε να του απλώνει το χέρι και να του λέει:

«Μπάμπης Στέλας ή Αθάνατος… Χαίρω πολύ…».

Ακόμα πιο έκπληκτος είδε τους άλλους δύο να σπρώχνουν με δύναμη αυτόν τον… Αθάνατο και να τον κάνουν κοινό θνητό.

«Ρε μαλάκα, πάλι άρχισες το γλείψιμο; Άντε γαμ… από δω!»

Ο Αθάνατος όμως είχε ψυχή.

«Μάγκες, αλάργα και γρήγορα. Κόψτε την παπάρα επιτέλους…».

Εκείνος ανάσανε ανακουφισμένος βλέποντας τους άλλους δύο να υποχωρούν και να φεύγουν.

«Να σου κάνω ένα καφεδάκι; Του είπε ο Αθάνατος. Θα το έχεις ανάγκη…».

Του φάνηκε βάλσαμο εκείνη την ώρα. Του ήρθε βέβαια αηδία όταν ο Μπάμπης ο Αθάνατος του έδωσε μια βρόμικη κούπα με ελληνικό καφέ, φτιαγμένο σε ένα άθλιο μπρίκι, αλλά τελικά την πήρε.

«Για πες… Πώς σου φαίνεται το τσαρδί μας;»

Είπαν μερικές κουβέντες με τις οποίες πέρασε λίγο η ώρα.

«Να ρωτήσω κάτι; Τουαλέτα πού πάμε;».

«Καλά, γκαβός είσαι ρε μεγάλε; Δεν τη βλέπεις μπροστά σου; Κοτζάμ τρύπα… Αλεπότρυπα…».

«Δηλαδή… εδώ; Θέλω να πω… όλοι; Μαζί;».

«Εδώ ρε παιδί μου, εδώ… Είχαμε βάλει ένα κουρτινάκι, αλλά έπεσε… Θα φτιάξουμε άλλο…».

Ανατρίχιασε ξανά… Δεν μπορούσε καν να το διανοηθεί. Τη δεδομένη στιγμή όμως προσπάθησε να το ξεπεράσει, για να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα.

«Και χαρτί; Από πού παίρνουμε χαρτί; Δεν μου έδωσε κανείς όταν ήρθα…»

«Άκου, φίλε, σ’ αυτό το ξενοδοχείο δεν μοιράζουν. Ο καθένας παίρνει το δικό του, το αγοράζει, γκέγκε; Μόνο φαϊ δίνουν… Ο Θεός να το κάνει δηλαδή, αλλά με τον καιρό συνηθίζεις…».

Με όλο το σοκ που βίωνε, δεν είχε προσέξει κάτι, αλλά τώρα που το παρατηρούσε, του έκανε μεγάλη εντύπωση. Στην άκρη κάθε κρεβατιού, εκεί που ακουμπάνε τα πόδια, υπήρχαν τηλεοράσεις πάνω στα κάγκελα, στερεωμένες και δεμένες με σχοινιά και καλώδια. Μόνο το δικό του κρεβάτι δεν είχε.

«Θα φέρουν και σε μένα δηλαδή;», ρώτησε τον Αθάνατο.

«Φίλε μου, ο τζάμπας αυτοκτόνησε στο κελί 33 πριν από χρόνια. Εδώ ό,τι πληρώνεις παίρνεις. Μα ό,τι θες, αν με πιάνεις… Όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται, εσύ το ξέρεις…».

Ένας διαπεραστικός ήχος τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του. Του φάνηκε κάτι σαν συναγερμός. Ταράχτηκε και δεν μπόρεσε να το κρύψει.

Ο Αθάνατος τον είδε να τινάζεται σαν δαρμένο σκυλί κι έβαλε τα γέλια!

«Ρε συ, θα πας από έμφραγμα, φουκαρά μου! Πώς κάνεις έτσι μωρέ;».

«Τι ήταν αυτό;».

«Τι να είναι άνθρωπέ μου; Επιστράτευση; Το κουδούνι για το βραδινό φαγητό…».

«Μα είναι επτά το απόγευμα… Βραδινό φαγητό;».

«Έτσι πάει εδώ, με τη δύση του ήλιου. Και μετά κλείδωμα των κελιών και κατάκλιση…».

Του ήρθε απελπισία! Τι να κάνει ένας άνθρωπος - τέσσερις μάλλον - μέσα σε μια τρύπα μέχρι την άλλη μέρα το πρωί; Οι σκέψεις του ήταν συγκεχυμένες. Τώρα που είχε αντικρίσει την ωμή πραγματικότητα, κατάλαβε ότι η λέξη «εφιάλτης» ήταν πολύ μικρή για να περιγράψει την εικόνα.

Ήταν η ώρα να γνωρίσει κανονικά και τους συγκατοίκους του, κι όχι φευγαλέα όπως πριν.

Ο ένας, ο Αλντά ή «Ξυράφι», ήταν Αλβανός, συνάδελφος του Αθάνατου. Προστασίες και εκβιασμοί ή… ανάποδα. Είχε και κάποιες σουγιαδιές στο ενεργητικό του και γι’ αυτό του κόλλησαν το «Ξυράφι».

Ο άλλος, ο Ισίδωρος ή «Φανάρι», καταγόταν από ένα χωριό του Πύργου. Οικονομικοί εκβιασμοί, σκέτο, χωρίς προστασία. Προφανώς αυτή θα άρχιζε να την προσφέρει όταν θα τελείωνε το «σχολείο».

Έφτασαν στο κελί τους μαζί με το σπέσιαλ μενού, όπως διαλαλούσαν πριν καν μπουν μέσα.

Το… σπέσιαλ μενού λοιπόν είχε φασολάκια, τυρί φέτα, δύο αβγά βραστά κι ένα μήλο. Κάθισαν και οι δυο μαζί στο ένα κάτω κρεβάτι, αφήνοντας το άλλο για τον Αθάνατο.

Έμεινε με γουρλωμένα μάτια. Ο τύποι άφησαν τα πιρούνια στην άκρη και άρχισαν να τρώνε με τα χέρια. Στο τέλος έφεραν το πιάτο κοντά στο στόμα και ήπιαν το ζουμί που είχε μείνει. Δεν πίστευε στα μάτια του, αλλά αυτά επέμεναν να τα πιστέψει…

Ο ίδιος ούτε που ακούμπησε το δικό του πιάτο. Θα προτιμούσε να πεθάνει από την πείνα παρά να αγγίξει εκείνο το φαγητό, και μάλιστα με τους συγκεκριμένους συνδαιτημόνες…».

Του ήταν αδύνατο να συμβιώσει σ’ αυτές τις συνθήκες… Κι ήταν η πρώτη του μέρα, κι αυτή μισή…

…Όταν ήρθε η ώρα για τον ύπνο του δικαίου -πέρα για πέρα άδικου δηλαδή, αφού ήξερε ότι μόνο από τον εαυτό του δεν μπορεί να κρυφτεί- ακολούθησε κάτι που τον σόκαρε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να κολλήσει στον τοίχο, με όλες τις αισθήσεις του στο κόκκινο.

Στην αρχή ήταν ο θόρυβος της απέναντι κουκέτας που τον έκανε να τεντώσει τις αισθήσεις του. Μετά ήρθε κι η εικόνα που αντίκρισε και που τον έκανε να ανοίξει το στόμα του από την  έκπληξη! Γυμνός από τη μέση και κάτω, το «Φανάρι» έδινε ικανοποίηση στον εαυτό του, μάλλον αδιαφορώντας για το αν οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν ή όχι. Υπήρχαν και… ηχητικά εφέ, που πιστοποιούσαν την ικανοποίηση αυτή.

Έμεινε άγαλμα! Κι έτσι άγαλμα, και μάλιστα μουσκεμένο από τον ιδρώτα, έμεινε όλη την υπόλοιπη νύχτα, αδυνατώντας να κλείσει μάτι από την ταραχή αλλά και τον πανικό, οι δόσεις των οποίων αυξήθηκαν κατακόρυφα μέσα στο σκοτάδι. Είχε φανταστεί ότι η πρώτη νύχτα στη φυλακή θα ήταν πολύ δύσκολη, αλλά αυτό ξεπερνούσε τους εφιάλτες του…

Σκεφτόταν ότι αυτός, ένας άνθρωπος που είχε αποκτήσει τα πάντα, ήταν τώρα ένα τίποτα, δίπλα σε ανθρώπους τίποτα, οι οποίοι θα μπορούσαν να του επιβάλουν την οποιαδήποτε θέλησή τους, επειδή απλούστατα έτσι τους είχε καπνίσει. Οι ανέσεις, οι πολυτέλειες, τα ξενοδοχεία των έξι αστέρων, οι βίλες, όλα αυτά ήταν πια σβησμένα με σφουγγάρι.

Θα έπρεπε πλέον να βολευτεί σ’ αυτή τη βρομερή τρύπα και επιπλέον να δεχτεί τους όποιους εξευτελισμούς για να μπορέσει να επιβιώσει σε ένα αξιοπρεπές για τα επίπεδα της φυλακής επίπεδο…

Θα μπορούσε να είναι η πρώτη νύχτα του Αχιλλέα Μπέου ή κάποιου άλλου στη φυλακή.

Ένα σενάριο βγαλμένο από ταινία ή βιβλίο, αλλά πλέον ζωντανό, ολοζώντανο, όπως οι εικόνες που περιγράψαμε…

Ο πανίσχυρος παράγοντας που δεν φοβόταν «θεούς και δαίμονες», είναι πια προφυλακισμένος.

Κι ενώ εκείνος αγωνιά -γιατί δεν μπορεί να είναι κι αλλιώς…- ο κόσμος διαβάζει με κομμένη την ανάσα τους διαλόγους στους οποίους πρωταγωνιστεί.

Λοιδορώντας και βρίζοντας τους πάντες, με συμπεριφορές που θα τρόμαζαν και παλιούς δοκιμασμένους δικτάτορες…

Αυτή όμως είναι μόνο η μία πράξη, ΜΟΝΟ Η ΜΙΑ. Κι είναι -ως προς το ποινικό σκέλος- μια ιστορία που θα λύσουν οι δικαστές, τους οποίους περιμένει καυτό καλοκαίρι…

Αλλά η άλλη υπόθεση, η αμιγώς αθλητική, δεν μπορεί να περιμένει για πολύ. Κι επιπλέον ο κόσμος περιμένει ΚΑΙ αθλητική κάθαρση, γιατί διαφορετικά όλα θα μοιάζουν με φαρσοκωμωδία.

Και κάθαρση σημαίνει να αποδοθούν συγκεκριμένες ευθύνες σ’ αυτούς που έκαναν το πρωτάθλημα να είναι όπως το κελί της φυλακής: βρόμα και δυσωδία…

Ευθύνες σημαίνει υποβιβασμός σε ΟΠΟΙΑ ομάδα είναι αναμεμειγμένη. Απλά πράγματα…

 



Ιστιοπλοΐα: Πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες για Κοκκαλάνη, Μαραμενίδη και αδέρφια Σπανάκη
Ιστιοπλοΐα: Πρόκριση στους Ολυμπιακούς Αγώνες για Κοκκαλάνη, Μαραμενίδη και αδέρφια Σπανάκη
Γλιτώνει τη χρεοκοπία ο Μπόρις Μπέκερ
Γλιτώνει τη χρεοκοπία ο Μπόρις Μπέκερ
Μπαίνει στο χειρουργείο ο Έντσο Φερνάντες
Μπαίνει στο χειρουργείο ο Έντσο Φερνάντες
ΑΕΚ: «Συμπεριφορές προβοκατόρων προκαλούν ανυπολόγιστη ζημιά στην ομάδα μας»
ΑΕΚ: «Συμπεριφορές προβοκατόρων προκαλούν ανυπολόγιστη ζημιά στην ομάδα μας»
©2011-2024 Onsports.gr - All rights reserved