Μια βόλτα με το μετρό...

Μια βόλτα με το μετρό...

Δεν ξέρω αν επιτέλους επέστρεψε η έκτη αίσθησή μου που ομολογώ με έχει εγκαταλείψει καιρό τώρα, αλλά αισθανόμουν πως έπρεπε να βιαστώ. Είναι μία από αυτές τις φορές που χρειάζεσαι επιτέλους ένα ρολόι διάολε, σκέφτηκα…

Χωρίς δεύτερη, χρονοβόρα και περιττή σκέψη, προσπάθησα να ακολουθήσω τους γοργούς ρυθμούς τους οποίους είχε επιβάλει κάθε ζωντανός οργανισμός που μπορούσε να αντιληφθεί το μάτι μου. Έπρεπε να προλάβω τις «καταραμένες» θύρες που κλείνουν αυτόματα προς τα μέσα (μετά από το προειδοποιητικό σήμα) και συνήθως μπροστά στη μούρη μου, ωστόσο δεν έδειξα ιδιαίτερη διάθεση να ανεβάσω ρυθμούς. Κάποιος άλλωστε χωρίς ρολόι που σέβεται τον εαυτό του δεν θα έτρεχε ποτέ μόνο και μόνο για να προλάβει το μετρό. Ίσως να φταίει και το γεγονός πως το έχω υποτιμήσει, καθώς εξαιτίας του δίτροχου επιτεύγματος της τεχνολογίας που με υπομένει τα τελευταία χρόνια, είχα καιρό να περιφέρω το κουφάρι μου στα έγκατα της γης.

Μπροστά μου ανοίγονταν πλέον δύο επιλογές, ωστόσο πήρα μία από τις ευκολότερες αποφάσεις της ζωής μου και πιστέψτε με βρίσκομαι σε δίλημμα ακόμα και για ποιο κουμπί θα πατήσω στο ασανσέρ όταν ξέρω σε ποιον όροφο θέλω να πάω.

Για μία ακόμη φορά μπορεί να διάλεξα έτσι, όχι μόνο τον πιο κουραστικό, αλλά και τον πιο μοναχικό δρόμο, ωστόσο βλέποντας δίπλα μου δεκάδες ανθρωπόμορφα όντα, στοιβαγμένα σε κάτι σκαλοπάτια που προχωράνε μόνα τους με το παρατσούκλι κυλιόμενες - λες και έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, καθοδηγούμενα χωρίς να το ξέρουν από κάποιον υπέρηχο προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση - ήμουν σίγουρος πως πήρα τη σωστή απόφαση, καθώς με εκνευρίζει να με πηγαίνουν κάπου χωρίς να το ξέρω, ενώ από όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, ποτέ δεν ήθελα να γίνω νυχτερίδα.

Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο έτσι, οι θύρες προκάλεσαν ένα ακόμη «ρήγμα» στη σχέση μας, την οποία όμως, έτσι και αλλιώς, δεν είχα κανένα σκοπό να αφήσω να μακροημερεύσει. Εξάλλου τώρα, μέχρι τον επόμενο συρμό, είχα όλο το χρόνο να προβληματιστώ για το γεγονός πως λαχάνιασα κατεβαίνοντας χωρίς βιασύνη μερικά σκαλοπάτια (το οποίο τελικά προσπέρασα σε λίγα δευτερόλεπτα συμφωνώντας με τον εαυτό μου πως απλά… συμβαίνει), αλλά και να μου κεντρίσουν την προσοχή πρόσωπα, όπως μία εκ των σεκιούριτι, με καλά κρυμμένη τη θηλυκότητα της που είχε να γευτεί τη χαρά του έρωτα από την εποχή που η «Νεκρά Θάλασσα» ήταν ακόμα άρρωστη και πλέον τιθάσευε τις ορμές της, διατάζοντας τον κόσμο να υποχωρήσει πίσω από την κίτρινη γραμμή.

Περπατώντας ανάμεσα στα… χαρακώματα που είχαν ορίσει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, οι προς Πειραιά και οι προς Κηφισιά, με τους πλανόδιους πωλητές να βρίσκονται σε επαγρύπνηση, έτσι ώστε μόλις κάνουν μεταβολή οι δυο στρατιές να τους προσφέρουν τα απαραίτητα «πολεμοφόδια» (ομπρέλες με σιδερένια μύτη που τραβά τους κεραυνούς) και τύπους υπό την επήρεια ηρωίνης να κάνουν ακανόνιστες κυκλικές κινήσεις γύρω από τον εαυτό τους, σπάζοντας τη μονοτονία, το βλέμμα μου έπεσε σε μία ηλικιωμένη κυρία που είχε «σφηνώσει» σε μια γωνία του σταθμού.

Φορούσε ένα βρεγμένο μωβ παλτό και έτρεμε, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν από το κρύο… Τα μεγάλα καταγάλανα τρομαγμένα μάτια της έκαναν μεγάλη αντίθεση με το κόκκινο περίγραμμά τους, θαρρείς και είχαν να κλείσουν μέρες. Εξέπεμπαν μια ελπίδα απρόσιτη και τα «καυτά» δάκρυά τους ευελπιστούσαν να ξυπνήσουν κοιμισμένα συναισθήματα, ανατέλλοντας «αδιάβροχες» ψυχές…

Χωρίς να συνειδητοποιήσω πόσο ποιητικά είχα αποτυπώσει την εικόνα στο μυαλό μου, έμεινα για μερικά δευτερόλεπτα να την κοιτώ, με αποτέλεσμα όταν αντιλήφθηκε το αδιάκριτο - σχεδόν καρφωμένο πάνω της - βλέμμα μου, να σφίξει τη νάιλον τσάντα που κρατούσε στην αγκαλιά της και να κάνει απότομα προς τα πίσω, λες και προσπάθησε να κρυφτεί μέσα στον τοίχο. Ντράπηκα τόσο που γύρισα την πλάτη μου, απομακρύνθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και δεν την ξανασκέφτηκα…

Ο συρμός που έφθανε εκείνη τη στιγμή έμοιαζε για μένα σαν να ήταν ο τελευταίος για τον… παράδεισο και αφού βγήκα νικητής από τη μάχη των ορδών που μπαινοβγήκαν, παρακολουθώντας από ασφαλή απόσταση, βρήκα τελευταίος τη «Γη της επαγγελίας» μου, όσο μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοια, μια γωνιά στην οποία μπορούσες να κουνήσεις μόνο το κεφάλι σου.

Το μόνο έτσι που μου επέτρεπε η κατάστασή μου, ήταν να παρατηρώ τους γύρω μου… Η αλήθεια είναι πως είχα αρκετό καιρό να έρθω τόσο κοντά με τόσους αγνώστους, για τους περισσότερους από τους οποίους μπορούσες να καταλάβεις τι είχαν φάει για μεσημεριανό… Αν εξαιρέσεις ωστόσο τις γαστρονομικές προτιμήσεις τους, αλλά και τα χαρακτηριστικά τους, ήταν όλοι τους… ίδιοι! Πρόσωπα σκυθρωπά που είχαν αφήσει στην πλειοψηφία τους τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους πίσω, καλοκουρδισμένα ρομπότ με ένα σκοπό και έναν προορισμό, υπόδουλα μιας τραχιάς ρουτίνας από την οποία δεν λαχταρούσαν να κόψουν τα δεσμά… Πρόσωπα που εύχεσαι να τους δώσει τη δέουσα προσοχή το «κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας»…

Τότε ήταν που ένας νεαρός πρόβαλε σθεναρή αντίσταση στον ήχο που σηματοδοτεί το κλείσιμο των θυρών, οι οποίες όπως αποδείχθηκε είχαν καλύτερη σχέση μαζί του από ό,τι με ΄μένα, καθώς πρόλαβε και εισχώρησε στο βαγόνι. Από τη φόρα που είχε μάλιστα, ο ώμος του συγκρούστηκε με ένα χέρι που κατέληγε σε μια «ξινισμένη» φάτσα ενός εύσωμου κυρίου, ο οποίος στη συγγνώμη του νεαρού, απλά αρκέστηκε να μουρμουρίσει κάτι για τη «σημερινή νεολαία», συνεχίζοντας να κοιτά «χαμένος» έξω από το παράθυρο.

Ο νεαρός τελικά ήταν από το Μεσολόγγι και τον έλεγαν Άγγελο, ή τουλάχιστον έτσι συστήθηκε όταν ισχυρίστηκε πως πάσχει από λευχαιμία σε πρώιμο στάδιο και πουλάει αναπτήρες, έναντι οποιουδήποτε αντιτίμου προκειμένου να ανταπεξέλθει στο κόστος της θεραπείας και να μην προχωρήσει η ασθένειά του. Με οδηγό έτσι έναν αναπτήρα, ο Άγγελος διέσχισε όλο το βαγόνι, ευχαριστώντας και δίνοντας τις ευχές του στον καθένα ξεχωριστά.

Πλησιάζοντας προς το μέρος μου έκανα ό,τι και οι υπόλοιποι, με λιγότερο ίσως ευφάνταστο τρόπο, καθώς έβγαλα το κινητό μου και επιδόθηκα δήθεν σε παραγωγικά πράγματα, όπως το να κοιτάζω αλφαβητικά ένα-ένα τα ονόματα του καταλόγου μου. Έκανα τον «Κινέζο», τον «ανυποψίαστο» που δεν άκουσε τίποτα, τον «πονηρό», τον «αδιάφορο», τον μαλάκα που δεν έχει λευχαιμία και δεν τον νοιάζει, τον μαλάκα που ξέρει πως το παράσιτο της κοινωνίας μαζεύει αναπτήρες και τους πουλάει για να πάρει τη δόση του…

Απ΄ όσο μπόρεσα να κρυφοκοιτάξω ύπουλα, όπως και η πλειοψηφία των συνεπιβατών μου, κανείς μας δεν ανταποκρίθηκε. Κανείς μας δεν ένιωσε την ανάγκη να αγοράσει αναπτήρα, με αποτέλεσμα ο Άγγελος, αν εξαρτιόταν αποκλειστικά από το βαγόνι μας, είτε να έμενε χαρμάνης, είτε χωρίς θεραπεία… Στη συνέχεια, με έκφραση των μπλε ματιών του που δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λέξεις, κάτι ψέλλισε σε όλους μας, αφήνοντας πίσω του τις πόρτες του βαγονιού, οι οποίες κράτησαν επτασφράγιστο μυστικό το παράπονό του και τη λιποψυχία μας.

Σε λίγα δευτερόλεπτα ο συρμός είχε ξεκινήσει και πάλι για τον επόμενο σταθμό και όπως κινούταν αργά, το βλέμμα μου συναντήθηκε και πάλι με τον Άγγελο. Ζητιάνευε ένα ακόμη χάδι από το απλωμένο χέρι στα μαλλιά του που ξεπρόβαλε μέσα από ένα βρεγμένο μωβ παλτό. Άνηκε σε μια ηλικιωμένη κυρία που  έτρεμε, αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν από το κρύο… Τα μεγάλα καταγάλανα τρομαγμένα μάτια της έκαναν μεγάλη αντίθεση με το κόκκινο περίγραμμά τους, θαρρείς και είχαν να κλείσουν μέρες. Εξέπεμπαν μια ελπίδα απρόσιτη και τα «καυτά» δάκρυά τους ευελπιστούσαν να ξυπνήσουν κοιμισμένα συναισθήματα, ανατέλλοντας «αδιάβροχες» ψυχές.

Εγώ κατέβηκα στην Αττική...



Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων: «Τιτανομαχία» Παρί-Ρεάλ, με Φλουμινένσε η Τσέλσι στο δρόμο για την κούπα
Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων: «Τιτανομαχία» Παρί-Ρεάλ, με Φλουμινένσε η Τσέλσι στο δρόμο για την κούπα
Ανακοίνωσε και τον Οτούρου η Χάποελ Τελ Αβίβ
Ανακοίνωσε και τον Οτούρου η Χάποελ Τελ Αβίβ
Σαράνια: «Οι Νάγκετς ενημέρωσαν τον Βαλαντσιούνας ότι τον υπολογίζουν κανονικά»
Σαράνια: «Οι Νάγκετς ενημέρωσαν τον Βαλαντσιούνας ότι τον υπολογίζουν κανονικά»
Κολύμβηση: Εκπληκτική η Εθνική 4Χ100 μικτή! Ασημένιο μετάλλιο με τρομερό πανελλήνιο ρεκόρ
Κολύμβηση: Εκπληκτική η Εθνική 4Χ100 μικτή! Ασημένιο μετάλλιο με τρομερό πανελλήνιο ρεκόρ
©2011-2025 Onsports.gr - All rights reserved