Ο Ντούσαν, ο μάγος, οι ευχές και η κατάρα
Γεια χαρά σας onsporωμένοι και onsporωμένες μου. Για τις ανάγκες της σημερινής μας ιστορίας, θα μεταφερθούμε περίπου 60 χρόνια πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στην περιοχή του Μόσταρ στην πρώην Ενωμένη Γιουγκοσλαβία.
Ο ήρωας της ιστορίας μας, ο μικρός Ντούσαν, έχει οργανώσει απόψε τη μεγάλη του απόδραση από το σπίτι. Προορισμός του, το μαγικό δάσος της κατάρας και των ευχών, όπου κανένα από τα άλλα παιδιά δεν τολμούσε να πλησιάσει.
Φεύγει λοιπόν, πατώντας στις μύτες από το σπίτι χωρίς να τον ακούσει κανένας. Προχωρά αρκετά μέσα στο δάσος με κομμένη την ανάσα. Ξαφνικά φτάνει μπροστά σε μια τεράστια κουφάλα ενός δέντρου εκατό ετών. Ο φακός του σβήνει.
Από την κουφάλα βγαίνει ένας ψηλός γέροντας με μακριά άσπρα μαλλιά και γενειάδα ( Σ.Σ: μετά από κάποια χρόνια έμελλε να παίξει και στον «Άρχοντα των δαχτυλιδιών»). Ο Ντουσανάκος τα χάνει.
«Τι θέλεις στο δάσος της κατάρας και των ευχών πιτσιρίκο; Γιατί διαταράσσεις την ησυχία μου;» λέει με βροντερή φωνή και σε άψογα σέρβικα ο Μάγος.
«Θε… θε… θέλω να… να κά… κάνω τρεις ε… ε…ευχές» ψελλίζει κεκεδίζοντας από το φόβο του ο μικρός Ντούσαν!
Ο Μάγος σκύβει και κοιτάζει το μικρό Σερβάκι που είχε γίνει χλωμό σαν πανί από το φόβο του, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν το βάζει κάτω! « Έχεις κότσια για να έρθεις ως εδώ και θράσος για να μου ζητάς ευχές. Επειδή μου αρέσεις όμως, θα σου κάνω το χατίρι.
Θα συγκεντρωθώ, θα ακούσω τα νυχτοπούλια, θα αφουγκραστώ το θρόισμα των φύλλων και θα δω τι ευχές μπορώ να σου πραγματοποιήσω. Απλά να ξέρεις μικρέ ότι θα έχεις και μια κατάρα! Δέχεσαι;» «Δέχομαι» απαντά πιο αποφασισμένος από ποτέ ο Ντούσαν.
Ο Μάγος κλείνει τα μάτια και σηκώνει τα χέρια ψηλά. Ο ουρανός γεμίζει αστραπές και ο άνεμος λυσσομανάει. Αμέσως μετά μια αστραπή έρχεται και σκάει ακριβώς δίπλα στον παγωμένο Ντούσαν. «Από δω και πέρα ό, τι κάνεις και ό, τι λες θα μετατραπεί σε τρεις ευχές, γι’ αυτό πρόσεχε» λέει ο Μάγος»
Ξαφνικά μια νυχτερίδα φεύγει από ένα κλαδί και πετάει προς το πρόσωπο του μικρού Ντούσαν, ο οποίος κάνει να την αποφύγει και σκύβει. «Αυτή ή κίνησή σου καθόρισε την πρώτη ευχή. Στη ζωή σου δε θα είσαι ποτέ σκυμμένος και θα περπατάς πάντα ατσαλάκωτος αγέρωχος και καμαρωτός σαν να έχεις καταπιεί μπαστούνι του γκολφ!»
Κατόπιν ο αέρας φυσάει δυνατά και ανακατεύει τα μαλλιά του μικρού μας ήρωα. Ενστικτωδώς αυτός κάνει μια κίνηση για να τα ταχτοποιήσει. «Αυτή η κίνηση καθόρισε τη δεύτερη ευχή. Πάντα θα έχεις αλφάδι μαλλί και όλα τα μποφόρ του κόσμου δε θα μπορούν να σου χαλάσουν τη χωρίστρα σου!
Ο Ντούσαν σαστίζει. Έτσι χωρίς να το καταλάβει είχε ξοδέψει δυο ευχές. Είναι όμως αποφασισμένος να μην ξοδέψει έτσι ανόητα και την Τρίτη ευχή. Καταλαβαίνει ότι δεν πρέπει να πει και να κάνει τίποτα. Τα λεπτά περνούν. Γίνονται ώρες. Και ο μικρός Ντούσαν δε λέει και δεν κάνει τίποτα. Ο Μάγος απέναντί του περιμένει, περιμένει, περιμένει ατελείωτα. Αρχίζει να χαράζει… Ένας βραχνοκόκορας κάπου μακριά, σπάει τη νεκρική σιγή…
Κάποια στιγμή ο Μάγος λυγίζει: «Κέρδισες» λέει στον Ντουσανάκο. Θα τραβήξω από την τράπουλα μου ένα φύλλο, κι αυτό θα καθορίσει την τρίτη σου ευχή». Τραβάει λοιπόν και βγάζει κούπες!
«Αυτό είναι. Όταν μεγαλώσεις, σ’ αυτό που θα κάνεις, όπου και να πας, θα κερδίσεις πολλές… κούπες!
Α, και μια πρόβλεψη μπόνους: Κάποια στιγμή μετά από πολλά πολλά χρόνια όταν θα γραφτεί αυτή η ιστορία, από το χέρι κάποιου που το επίθετό του παραπέμπει στα καλοχτενισμένα μαλλιά που θα έχεις, θα δουλέψεις για κάποιον που δε θα μπορεί να βγάλει ούτε μούσι, ούτε μουστάκι και θα αντιμετωπίσεις το ασπρόμαυρο Νέο κάστρο από την Αγγλία»
Ο Ντούσαν δεν καταλαβαίνει και κάνει να φύγει. «Επ, μια στιγμή. Δε σου είπα και την κατάρα: Επειδή με παίδεψες όλη νύχτα που δε μιλούσες για την τρίτη ευχή, σου δίνω κατάρα, όταν μιλάς η μία λέξη να απέχει από την άλλη πάνω από πέντε λεπτά. Κι όσα χρόνια και να μείνεις εκεί που θα πας να πάρεις τις πολλές κούπες, ποτέ να μη μάθεις να μιλάς σωστά τη γλώσσα τους και…….
«Ξύπνα Ντούσαν, ξύπνα παιδί μου να πας στο σχολείο» ακούστηκε η γλυκιά φωνή της μαμάς του Ντούσαν! «Μαμά………… είδα…………. ένα…………περίεργο…… …όνειρο»!
«Μην πιστεύεις στα όνειρα παιδί μου. Αλλά γιατί μιλάς τόσο αργά; Αχ κοίτα, παρ’ ότι είσαι από τον ύπνο, πόσο καλοχτενισμένα είναι τα μαλλάκια σου σήμερα…»