Νικοπολίδης: «Ήθελα εκδίκηση και την πήρα!»

Νικοπολίδης: «Ήθελα εκδίκηση και την πήρα!»

Ο Ολυμπιακός του έδωσε την ευκαιρία να εκδικηθεί τον Παναθηναϊκό και ο Αντώνης Νικοπολίδης που την αναζητούσε δεν την άφησε να πάει χαμένη.

«Ήθελα εκδίκηση», τονίζει χαρακτηριστικά ο παλαίμαχος πορτιέρο των αιωνίων στη μαραθώνια συνέντευξη που παραχώρησε στην αφιερωματική εκπομπή  «Legend Stories» της «Nova», όπου μεταξύ άλλων δεν παρέλειψε να κάνει μια αναδρομή στην ποδοσφαιρική του καριέρα, εστιάζοντας στην ταραχώδη αποχώρησή του από το «τριφύλλι», στα όσα έζησε στον Πειραιά, στο Euro 2004, αλλά και στα περίφημα γεγονότα της Ριζούπολης που σύμφωνα με τον ίδιο συμβαίνουν και σήμερα!

Αναλυτικά η συνέντευξη του Αντώνη Νικοπολίδη:

Για την οικογένειά του και την Άρτα: «Η οικογένειά μου ήταν αγροτική. Είμαι γεννημένος στην Άρτα, σ' ένα χωριό περίπου 15 χλμ. μακριά και λέγετε Βίγλα, σχεδόν μέσα στον Αμβρακικό κόλπο. Η οικογένειά μου είναι προσφυγική, η οικογένειά μου ήρθε το 1965 από τον Πόντο. Στην καταγωγή είμαστε Πόντιοι. Οι γονείς μου δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ σε αγροτικές ασχολίες.

Εργάζονταν πολλές ώρες για να μπορέσουν να μας προσφέρουν αυτά τα λίγα. Είναι ένα χωριό, ίσως το μοναδικό στην περιοχή της Άρτας που έχει ποντιακή καταγωγή. Τα ήθη και τα έθιμα είναι από τον Πόντο. Τα έφεραν οι παππούδες μας. Ήμασταν αγαπημένοι όπως όλοι οι άνθρωποι εκεί που τους ένωναν οι δυσκολίες στο να μπορέσουν να ζήσουν την οικογένειά τους».

Για το πως «ανακάλυψε» το ποδόσφαιρο: «Το ποδόσφαιρο το ανακαλύπτω από την στιγμή που αρχίζω και κλωτσάω. Όχι μόνο εγώ, αλλά όλοι οι φίλοι μου στο χωριό. Ήταν το μοναδικό πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε. Είχαμε μια μπάλα, από αυτές τις πλαστικές, τις περίεργες και προσπαθούσαμε να βάλουμε γκολ, όπως όλα τα παιδιά σε αυτή την ηλικία.

Η αλήθεια είναι πως στο χωριό μου υπήρχε μια διαφορετικότητα, γιατί συνυπήρχαν Πόντιοι και ντόπιοι. Οπότε, όταν πηγαίναμε σχολείο γινόταν ένα ντέρμπι μεταξύ μας. Ήμασταν φίλοι, αλλά όταν παίζαμε χωριζόμασταν σε Νέα Βίγλα με την παλιά Βίγλα. Ήταν ένα ιδιότυπο ντέρμπι, το οποίο δεν γινόταν μόνο στο σχολείο, αλλά κλείναμε αγώνες και στην κάθε έδρα. Ήταν ένας ωραίος αγώνας, με πάθος, με ένταση. Ήταν όμως ωραία».

Για το ποια θέση έπαιζε: «Ξεκίνησα παίζοντας μέσα. Κανένα παιδί στην ηλικία των 10 ετών δεν επιθυμεί να παίζει τερματοφύλακας. Η αλήθεια είναι ότι προσπαθούσαμε να σκοράρουμε και μόλις σκοράραμε, καθόμουν τερματοφύλακας γιατί θέλαμε να κερδίσουμε τον αγώνα. Και πάντα στις δυσκολίες πάντα έπαιζα εγώ γιατί δεν είχαμε κάποιον που μπορεί να τα καταφέρει. Ήταν ντέρμπι, ήταν ζήτημα η νίκη».

Για το πότε σκέφτηκε ότι θα παίζει ως τερματοφύλακας: «Δεν μπορώ να πω ότι πέρασε ποτέ από το μυαλό μου σε αυτή τη μικρή ηλικία. Η πρώτη μου ανάγκη ήταν να αγωνιστώ στην ομάδα του χωριού. Ήταν το πιο κοντινό για μένα. Εκείνη την εποχή ήταν πολλά παιδιά στο χωριό. Δεν είχε αρχίσει η μετανάστευση των παιδιών προς την Αθήνα.

Ήταν πολλά παιδιά, άρα και ανταγωνισμός για να μπορέσεις να αγωνιστείς στην ομάδα του χωριού. Αυτή ήταν η πρώτη μου αίσθηση. Στην πορεία μου πάντα έβαζα μικρά βήματα, χωρίς να καταλάβω ότι θα γίνω επαγγελματίας. Ήθελα όμως να αγωνιστώ στην ομάδα του χωριού μου».

Για το πότε πήγε στην ομάδα της Άρτας: «Στην ομάδα της Άρτας πήγα το 1987, υπογράφω το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο. Εκεί πλέον ήμουν τερματοφύλακας. Είχα παίξει στο χωριό, ήμουν στη Μικτή ομάδα της Άρτας, οπότε πήγα αμέσως σαν τερματοφύλακας».

Για το ποιός αποφάσισε να τον βάλει τερματοφύλακα: «Από την ηλικία δεκατριών, δεκατεσσάρων χρόνων έπαιζα τερματοφύλακας. Υπήρχε όμως ένα περιστατικό. Μια μέρα ο ξάδερφός μου που ήταν τερματοφύλακας στην ομάδα του χωριού παντρευόταν και δεν μπορούσε να είναι στον αγώνα. Και επειδή τα ονόματά μας ταιριάζανε και τότε κάνανε πλαστογραφίες, αγωνίστηκα ως Νικοπολίδης με το δελτίο του ξάδερφού μου.

Ως Νικοπολίδης Γιώργος. Φυσικά όλοι το καταλάβανε, αλλά από εκείνη την ημέρα και μετά, αισθάνθηκα ότι μου άρεσε η συγκεκριμένη θέση. Αποφάσισα να αφοσιωθώ στη συγκεκριμένη θέση. Ήταν το πρώτο πράγμα. Τυχαίο ή μοίρα δεν μπορώ να το ξεχωρίσω. Εκείνη τη μέρα όμως... φυτεύτηκε στο μυαλό μου η ιδέα να κάνω αυτό το πράγμα».

Για αν είχε στο μυαλό του να αγωνιστεί σε μια μεγάλη ομάδα όταν έπαιζε στην Άρτα: «Ναι. Όταν πήγα στην Αναγέννηση στόχος μου ήταν να αγωνιστώ. Η ομάδα έπαιζε στην Γ' Εθνική, ήταν μια ιστορική ομάδα αυτής της κατηγορίας, με πολλές παρουσίες. Ήταν μεγάλο επίτευγμα να αγωνιστείς στην ομάδα του Νομού. Έβλεπα όλα αυτά τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί με το λεωφορείο στο σχολείο και αισθανόμουν δέος απέναντί τους. Ήξερα πόσο σημαντικό είναι να αγωνίζεσαι στην ομάδα της Άρτας.

Να είσαι επαγγελματίας και να αγωνίζεσαι εκεί. Με βοήθησαν όλοι τους. Ήταν παιδιά από διπλανά χωριά, οπότε όλοι νιώθαμε έναν συσχετισμό. Προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Οφείλω πολλά σε αυτά τα παιδιά, γιατί στην αρχή της καριέρας μου, μου δώσανε θάρρος, με πιστέψανε και μάλιστα μετά από 3-4 μήνες έγινα βασικός στην Αναγέννηση σε ηλικία 16-17 χρονών».

Για το ποιος τον ανακάλυψε και τον πήγε στον Παναθηναϊκό: «Ο κύριος Ανδρέας Παπαεμμανουήλ. Ο προπονητής της ομάδας 1988-89, ήταν μια χρονιά που η ομάδα έκανε εκπληκτική πορεία, χάσαμε την άνοδο σε μπαράζ. Ήμουν πλέον 18 χρόνων. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε η αίσθηση να ψάχνουν ταλέντα. Αγωνιζόμουν στην Εθνική Νέων, είχα κληθεί στην Ελπίδων. Με γνώριζαν πλέον. ο κύριος Παπαεμμανουήλ εισηγήθηκε την μεταγραφή μου στον Παναθηναϊκό».

Για αν είχε άλλη πρόταση τότε: «Απ' όσο γνωρίζω, η Αναγέννηση συζητούσε με τον ΠΑΣ Γιάννινα. Το μεγαλύτερο σωματείο στην Ήπειρο, που πάντα ενδιαφερόταν για παίκτες της περιφέρειας. Ήθελε να κάνουμε κάποιες συζητήσεις, αλλά από τη στιγμή που μπήκε ο Παναθηναϊκός στο παιχνίδι, μείναμε εκεί και μεταγράφηκα σε αυτήν την ομάδα».

Για το ποιον συμβουλεύτηκε και αποφάσισε να πάει στον Παναθηναϊκό: «Δεν συμβουλεύτηκα κανέναν. Η ομάδα είχε αποφασίσει ήδη για εμένα. Μου τηλεφώνησαν σπίτι και μου είπαν ετοιμάσου, πάρε τα πράγματά σου, φεύγεις για τον Παναθηναϊκό. Βέβαια, είχα εμπειρία γιατί τον προηγούμενο χρόνο ήμουν συνέχεια σε ταξίδια με τις Εθνικές ομάδες, αλλά και την Άρτα.

Είχα μείνει πολλές φορές μόνος. Δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα. Πήρα τα πράγματά μου και έφυγα για την Αθήνα. Ήρθε η διοίκηση της ομάδας και υπογράψαμε το πενταετές συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό, παρουσία του κυρίου Γιώργου Βαρδινογιάννη. Έφυγα αμέσως για την Παιανία. Ζούσα εκεί για τέσσερα χρόνια».

Για την πρώτη συνάντηση με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη: «Έβλεπες έναν πρόεδρο, σε πιάνει δέος, φόβος. Άπειρος για όλα αυτά. Γνώριζα ανθρώπους που πίναμε μαζί καφέ. Εννοώ τον πρόεδρο της Αναγέννησης, τον αντιπρόεδρο. Τελείως διαφορετικές καταστάσεις. Έβλεπα έναν πρόεδρο σαν τον Γιώργο Βαρδινογιάννη. Έχουμε ακούσει τόσα, έχουν γραφτεί τόσα. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβόμουν λίγο.

Στην συνέχεια τον βλέπαμε συνέχεια. Όσο πιο πολύ τον βλέπαμε, τόσο τον συνηθίζαμε. Ήταν ένας άνθρωπος δυναμικός, αλλά συμπαθούσε τους νεαρούς ποδοσφαιριστές. Πίστευε σε αυτούς, τους έδινε θάρρος».

Για το αν του είχε δώσει κάποια συμβουλή: «Δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια συμβουλή. Αυτό που έζησα τα πρώτα χρόνια στην  Παιανία, όταν ερχόταν ο κύριος Βαρδινογιάννης, είχε ένα χαρακτηριστικό, να σε χτυπάει στο σβέρκο, δυνατά. Ήταν ένας τρόπος έκφρασης γι' αυτόν. Προσπαθούσε να ανοίξει κάποια κουβέντα, μας ρώταγε πως περνάτε, αλλά μέχρι εκεί».

Για τις θυσίες που έχει κάνει: «Από τα 17 μου έχω κάνει πολλές θυσίες. Τέσσερα χρόνια στην Παιανία που έμεινα. Αλλά και τα μαθητικά χρόνια που έλειπα συνέχεια από διάφορες εκδηλώσεις λόγω προπονήσεων. Από τα 18 μέχρι τα 23 μου, η ζωή μου ήταν Παιανία-γήπεδο-Παιανία. Εκεί ζούσα, μέσα στην Παιανία. Εγώ και ο φίλος μου ο Γιώργος Καλπάκης, ένα παιδί που είχε έρθει από το Κιλκίς.

Κοιμόμασταν στο ίδιο δωμάτιο. Θυσιάζαμε πολλά πράγματα για να κάνουμε την καριέρα μας. Κατάφερα πραγματοποιήσω το όνειρό μου, να ξεφύγω, να κάνω μια καριέρα που ονειρευόμουν. Άλλα παιδιά δεν μπόρεσαν, αλλά και αυτοί θυσίασαν πολλά. Με την ίδια σκληρή δουλειά δεν μπορούσαν να πετύχουν.
Είτε από ατυχία, είτε από λάθος επιλογές, αλλά είναι σκληρό. Να βλέπεις τους φίλους σου να είναι έξω, να πηγαίνουν την βόλτα τους στην πλατεία, όπως ζούσαμε εμείς στην Άρτα. Να γνωρίζουν κοπέλες. Σκεφτείτε ένα παιδία 18 χρόνων να είναι μέσα στην Παιανία. Δεν μπορεί να οδηγήσει, να φύγει από την Παιανία να πάει να δει τους συγγενείς του που έμεναν μακριά. Ήταν δύσκολο για μένα να κυκλοφορήσω. Έπρεπε να περάσουν 4 χρόνια για να μπορέσω να μπω στο ρυθμό της πόλης».

Για το αν τον «έπνιξε» όλη αυτή η κατάσταση: «Ναι, με κούρασε γιατί δεν μπορούσα πλέον. Με κούρασε να ζω συνέχεια στην Παιανία. Μου δημιουργούσε πρόβλημα γι' αυτό και σε ηλικία 22 χρόνων αποφάσισα να φύγω από την Παιανία».

Για το ντεμπούτο του με τον Παναθηναϊκό: «Το ντεμπούτο μου το θυμάμαι. Αν και πολλοί το μπερδεύουν, το ντεμπούτο μου είναι στο Χαριλάου. Έχω παίξει ένα ημίχρονο στην Τούμπα, στο μοναδικό League Cup παιχνίδι που έγινε το 1989, το επόμενο παιχνίδι ήταν μέσα στο Χαριλάου με τον Άρη, 1-3 νίκη για τον Παναθηναϊκό».

Για το αν ήταν έτοιμος για το ντεμπούτο του: «Δεν ήμουν έτοιμος, δεν μου είχε μιλήσει κανείς. Ίσως καλύτερα, γιατί θα μπορούσε να μου είχε δημιουργήσει και πρόβλημα άγχους. Γιατί πίστευα ότι δεν θα μπορούσα να χρησιμοποιηθώ. Απλώς το άκουσα στην ομιλία. Ήταν καλύτερο που το άκουσα εκεί. Δεν πρόλαβα να το καλοσκεφτώ. Μπήκα στο γήπεδο, στα πρώτα λεπτά πάντα έχεις άγχος, αλλά όσο περνούσε ο χρόνος ένιωθα καλύτερα. Εξακολουθούσα να πιστεύω πως δεν ήμουν έτοιμος».

Για το ποιες ήταν οι σκέψεις του κάτω από την εστία σε εκείνο το παιχνίδι: «Δεν σκεφτόμουν τίποτα, πιο πολύ σκέφτηκα μετά το παιχνίδι. Αντώνη είσαι βασικός στην ομάδα, πιστεύει σε σένα. Τα είχα λίγο χαμένα. Στην ώρα του παιχνιδιού δεν μπορείς να σκεφτείς πολλά πράγματα. Το χειρότερο είναι μετά, το τι κάνεις μετά. Πως θα το διαχειριστείς. Το αν θα συνεχίσεις να αγωνίζεσαι, το τι θα γίνει μετά... Είναι ερωτήματα που μπαίνουν στο μυαλό σου. Και όταν το επόμενο παιχνίδι είναι μέσα στο Καραϊσκάκη με τον Ολυμπιακό, λες θα παίξω δεν θα παίξω; Ήταν ένα τεστ δοκιμής».

Για τον τραυματισμό του στον αγώνα με τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη: «Περίεργο παιχνίδι. Ήταν από τα ωραία ματς, γιατί υπήρχαν φίλαθλοι και των δύο ομάδων, κάτι που λείπει τώρα από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Καλώς λείπει θα έλεγα, αλλά είναι ωραία αυτή η ατμόσφαιρα. Στο ένα πέταλο ήταν οι οπαδοί του Παναθηναϊκού, σε όλο το άλλο γήπεδο του Ολυμπιακού.

Αν και ξεκίνησε πολύ ήρεμα, εκεί στο 65' άρχισε να γίνετε ένας πετροπόλεμος από την θύρα των οπαδών του Ολυμπιακού. Δεν κατάλαβα τον λόγο. Γιατί συμβαίνει, γιατί όχι. Κάποια στιγμή ακούστηκε το σύνθημα είναι στημένο γιατί τα γκολ έμπαιναν εκατέρωθεν. Δέχθηκα μία πέτρα, στον αυχένα. Ζαλίστηκα. Έγινα αλλαγή. Και μέσα στα αποδυτήρια αργότερα έμαθα ότι το παιχνίδι τελείωσε 4-3 και όλα τα επακόλουθα».

Για το τι σκέφτηκε όταν πήγε σπίτι μετά το πρώτο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και την πέτρα που δέχθηκε: «Ήμουν στεναχωρημένος γιατί δεν ήθελα να συνδυάσω το πρώτο μου παιχνίδι εναντίον του Ολυμπιακού με όλες αυτές τις καταστάσεις. Ήταν ένα παιχνίδι που είχε σχέση με το ποδοσφαιρικό κομμάτι, με όλες αυτές τις πέτρες μα εκτοξεύονται. Ήθελα να παίξω στο ντέρμπι, να το απολαύσω. Είναι από τα πράγματα που όταν ξεκινάς λες να παίξω σε ένα ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού. Είναι όνειρο. Δεν το ευχαριστήθηκα όμως, γιατί δεν το περίμενα έτσι».

Για την πρώτη χρονιά στον Παναθηναϊκό, όπου πανηγύρισε την κατάκτηση του πρωταθλήματος: «Βέβαια το ευχαριστήθηκα πολύ. Ήταν το 1990, είχα αγωνιστεί 6 ή 7 παιχνίδια, τα οποία ήταν και τα τελευταία. Το πιο κρίσιμο παιχνίδι ήταν στο Βόλο, όπου κερδίσαμε 2-1, με τον φίλο μου τον Γιώργο Καλπάκη να πετυχαίνει ένα ωραίο γκολ, το ευχαριστήθηκα δύο φορές γιατί με αυτό το γκολ πήραμε τη νίκη. Ήταν διπλή χαρά γιατί πήραμε το πρωτάθλημα, αλλά και ο φίλος μου σκόραρε σε ένα σημαντικό αγώνα».

Για τα χρόνια στην σκιά του Γιόζεφ Βάντσικ: «Ήταν χρόνια πιστεύω δημιουργικά για μένα. Αν και πολλοί πιστεύουν ότι ήταν 'νεκρά' χρόνια, για μένα ήταν δημιουργικά. Με την έννοια ότι στην ομάδα ήρθε ένας μεγάλης αξίας τερματοφύλακας, όπως ο Βάντσικ. Τα πρώτα χρόνια ήμουν και εκτός ομάδας, εκτός 16αδας. Αυτό που έκανα ήταν να ετοιμάζομαι. Είχα την τύχη να μας προπονεί ένας μεγάλος δάσκαλος, ο Τάκης Οικονομόπουλος. Μάθαινα. Γιατί η θέση του τερματοφύλακα, έχει μυστικά, έχει πολλά μυστικά.

Ήμουν τυχερός, είχα δίπλα μου έναν δάσκαλο. Θα πει κανείς πως και η εμπειρία σε κάνει καλό. Πίστευα ότι είτε στον Παναθηναϊκό, είτε σε κάποια άλλη ομάδα στα 23 μου, στα 24, έχοντας ετοιμαστεί και ξέροντας τι πρέπει να κάνω, θα παίξω και θα αποδείξω την αξία μου. Από το 1993, 1994, πλέον ήμουν δεύτερος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού, κάτι που για μένα ήταν μεγάλη επιτυχία. Ήταν πρόοδος επαγγελματικά.

Είχα μπροστά μου έναν τεράστιο τερματοφύλακα, άρα τι έπρεπε να κάνω; Να προσπαθήσω να τον φτάσω. Να συγκριθώ μαζί του. Πράγμα δύσκολο, διότι προπονητικά μπορεί να τον φτάνω, αλλά είχε πολλές εμπειρίες. Ήμουν πίσω σε αυτό. Όμως συνέχισα στον ίδιο δρόμο.

Να συγκριθώ μαζί του, έστω στην προπόνηση. Για μένα ήταν μεγάλο πράγμα. Για πολλά χρόνια ήμασταν μαζί σαν δίδυμο. Μου έκανε καλό γιατί είχα να ανταγωνιστώ έναν μεγάλο τερματοφύλακα. Και το έβλεπα σαν ένα εμπόδιο που πρέπει να φτάσω και να περάσω. Αυτή ήταν η σκέψη μου. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Περίμενα την ευκαιρία που αργά ή γρήγορα θα μου παρουσιαζόταν».

Για την σχέση του με τον Βάντσικ: «Πολύ καλή. Πάντα είχαμε καλή σχέση. Νομίζω ότι αυτό μπορείτε να το δείτε από όλα τα χρόνια που ήμασταν μαζί. Και τα 7 χρόνια που παίζαμε μαζί, ήταν συμβουλευτικός μαζί μου. Και τώρα τον συναντώ. Έχει μια Ακαδημία, που τυχαίνει να είναι και ο γιος μου εκεί και μάλιστα τον προπονεί. Έχει και αυτός το όνειρο να παίξει τερματοφύλακας. Τον βλέπω και μιλάμε αρκετές φορές μαζί».

Για το εάν του προτάθηκε να παραχωρηθεί δανεικός: «Δεν μου είπε ποτέ η ομάδα είναι καλό να πας να παίξεις εκεί. Πράγματα που γινόταν γύρω μου. Υπήρχαν παιδιά που κατά καιρούς τους καλούσαν και τους έλεγαν είναι καλύτερο να πας εκεί, να παίξεις, να πάρεις παιχνίδια. Ποτέ τους δεν μου είπαν κάτι τέτοιο. Και αυτό με έκανε να πιστεύω ότι και αυτοί πιστεύουν σε μένα. Είτε ο προπονητής, είτε η διοίκηση, πίστευαν σε μένα. Και για αυτό δεν μου το πρότειναν ποτέ».

Για τον Ίβιτσα Όσιμ: «Ήταν κάτι ξεχωριστό απ' όσα είχαμε γνωρίζει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Για την εποχή του ήταν πραγματικά πολύ μπροστά. Και προπονητικά, αλλά ήταν ένας ιδιαίτερα σκληρός και απαιτητικός άνθρωπος. Αυτά που ήθελε να περάσει, κάναμε 2-3 μήνες και μέσα από συγκρούσεις με κάποιους παίκτες για να τα καταφέρει. Ήταν κάτι ξεχωριστό. Ήταν κάτι ιδιαίτερο για μένα. Υψηλών προδιαγραφών προπονητής».

Για το αν σκέφτηκε να τα παρατήσει: «Σε καμία περίπτωση. Ποτέ δεν μου πέρασε από το μυαλό. Κοιτούσα γύρω μου. Πίστευα ότι μπορώ να αγωνιστώ σε αυτό το επίπεδο που έπαιζαν και άλλοι. Η διαφορά με τους άλλους είναι ότι είχα μπροστά μου τον Βάντσικ, τον καλύτερο τερματοφύλακα. Ενώ οι άλλοι δεν είχαν μπροστά τους κάτι. Θα πεις γιατί δεν φεύγεις να παίξεις αλλού;

Πίστευα ότι μπορώ να κερδίσω περισσότερα πράγματα. Μπορεί να μην έπαιζα, αλλά ήμουν σε μια ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό, που έκανε ευρωπαϊκές πορείες. Μέσα από αυτά κερδίζεις εμπειρίες. Όταν θέλεις να κερδίσεις κάτι, μπορείς να τα κερδίσεις και χωρίς να αγωνίζεσαι. Το πιστεύω αυτό».

Για το σημαντικότερο παιχνίδι στην καριέρα του: «Τα σημαντικότερα παιχνίδια στο ξεκίνημα της καριέρας μου, είναι αναμφίβολα τα δύο παιχνίδια με την Χάιντουκ Σπλιτ. Το 95-96. Αυτά που μου έδειξαν τον δρόμο, ότι βαδίζω σωστά και ότι είναι θέμα να αποδείξω αυτό που αξίζω. Το 0-0 στο Ολυμπιακό Στάδιο, χωρίς κόσμο και το 1-1 στη Ριέκα, λόγω πολέμου, που μας έδωσε την πρόκριση στο Champions League και στη συνέχεια ακολούθησε η ξέφρενη πορεία μέχρι τα ημιτελικά. Ήταν τα παιχνίδια ορόσημο στην καριέρα μου.

Από εκεί και πέρα πίστευα πως θα πηγαίνω προς τα πάνω και ότι θα γίνω βασικός τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού και της Εθνικής ομάδας, όσο και αν χρειαζόταν να περιμένω. Πίστευα ότι στην Ελλάδα μπορώ να τα καταφέρω. Το πρόβλημα εκείνη την εποχή για τον Παναθηναϊκό ήταν ότι έπρεπε να πρωταγωνιστεί και στην Ευρώπη. Είναι δύσκολο να σταθείς εκεί. Εκεί ήταν το μέτρο σύγκρισης. Αν μπορείς να σταθείς σε αυτό το επίπεδο. Αν μπορούσες να το κάνεις αυτό, μπορούσες και τα υπόλοιπα».

Για το εάν χαιρόταν τις επιτυχίες του Παναθηναϊκού όταν αυτός δεν αγωνιζόταν: «Βέβαια χαιρόμουν. Ήμουν μέλος μιας ομάδας, μιας μεγάλης επιτυχίας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι τα παιδιά που ήταν το 2004 στην αποστολή δεν χαρήκαν επειδή δεν έπαιζαν. Πιστεύω ότι το χάρηκαν παραπάνω, ήμασταν μια γροθιά και έτσι μπορείς να φτάσεις σε μεγάλες επιτυχίες.

Όπως η νίκη επί του Άγιαξ, το 0-1 στο Άμστερνταμ.  Και θα χαιρόμασταν παραπάνω αν θα μπορούσαμε να αγωνιστούμε στον τελικό. Θα ήταν μια τεράστια επιτυχία. Δεν μπορείς. Είναι τέτοια χαρά που ακόμα και αν δεν αγωνιστείς δεν παίζει κανένα ρόλο».

Για το εάν είναι κάποιο ιδιαίτερο από τα τρία πρωταθλήματα με τον Παναθηναϊκού μέχρι το 1996: «Αυτό που σκέφτεσαι είναι ότι έχεις πάρεις τρία πρωταθλήματα, είναι μια επιβράβευση για την ομάδα. Καταρχήν χαίρεσαι για την ομάδα. Νιώθεις ότι δεν έχεις αγωνιστεί, ότι δεν έχεις προσφέρει τόσο, αλλά πάντα ένας αθλητής αισθάνεται καλύτερα όταν παίρνει ένα πρωτάθλημα έχοντας αγωνιστεί ή είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής».

Για το σκάνδαλο με τη Ντιναμό Κιέβου που σημαδεύτηκε από τη δωροδοκία του διαιτητή: «Ήταν ακριβώς μετά τον αγώνα στη Ριέκα. Ο Ρότσα μου έδωσε ξανά την ευκαιρία, καθώς ο Βάντσικ προερχόταν από τραυματισμό. Αλλά έγινε και αυτό. Έπαιξα ένα παιχνίδι στο Champions League και δεν μέτρησε. Ήταν φανταστικό, σ' ένα γήπεδο με 100.000 κόσμο στο Λομπανόφσκι. Αυτό που έζησα στην Ριέκα, όπου οι οπαδοί ήταν ένθερμοι, το κλίμα λόγω του πολέμου, έκανε το κόσμο 'καυτό'. Εκεί ήταν πιο 'πολεμική' ατμόσφαιρα, απ' ότι στο Λομπανόφσκι. Εκεί ήταν πολύ πιο ήρεμα τα πράγματα».

Για την περίοδο που κυριαρχούσε ο Ολυμπιακός: «Το τελευταίο πράγμα που μπορούσαμε να σκεφτούμε ήταν η ισχυροποίηση του Ολυμπιακού. Είχαμε τα δικά μας προβλήματα. Δεν μπορούσαμε να βγούμε ούτε στην Ευρώπη. Είχαμε τα δικά μας εσωτερικά προβλήματα. Προερχόμασταν από μια πολύ μεγάλη επιτυχία την προηγούμενη χρονιά και βλέπαμε σχεδόν την ίδια ομάδα, αποδυναμωμένη από 2-3 παίκτες και να μη μπορεί να ανταποκριθεί. Αυτό που κοιτούσαμε όλοι ήταν ότι η ομάδα δεν πήγαινε καλά.

Το πρωτάθλημα ήταν πολύ μακριά από εμάς. Δεν ήταν ότι διεκδικούσαμε το πρωτάθλημα. Πλέον εμείς μέχρι το τελευταίο παιχνίδι παίζαμε για το αν θα βγούμε στην Ευρώπη ή όχι και δεν τα καταφέραμε. Ήταν μια πολύ κακή χρονιά. Πιστεύω αν συνυπολογίσουμε την προηγούμενη χρονιά, τα παιδιά έμειναν από δυνάμεις. Τα είχαν δώσει όλα την προηγούμενη σεζόν. Είχαν πάρει νταμπλ. Είχαμε φτάσεις στα ημιτελικά. Κάπου χάνετε η αποφασιστικότητα, το πάθος όταν έχεις κάνει μια τέτοια σεζόν. Πέσαμε σε μια πολύ κακή χρονιά».

Για τη στιγμή που αντιμετωπίστηκε ως ισάξιος με τον Βάντσικ: «Είναι η στιγμή που έχω απαιτήσεις από τον εαυτό μου γιατί πρέπει να αγωνίζομαι. Ποτέ δεν είχα πρόβλημα με τον Βάντσικ. Πάντα φτάνει η στιγμή που απαιτείς να παίζεις λόγω της απόδοσής σου στην προπόνηση, στους αγώνες. Απαιτείς ότι μπορείς να είσαι βασικός. Ο Γιόζεφ δεν ήταν στην κατάσταση που ήταν τα τελευταία χρόνια. Εγώ ένιωθα πιο δυνατός, πατούσα πιο καλά στο γήπεδο και απαιτούσα να αγωνίζομαι. Αισθάνομαι ότι πλέον διεκδικώ επί ίσους όρους τη θέση του βασικού».

Για το αν άξιζε αυτή η ταλαιπωρία: «Άξιζε. Γιατί απέκτησα πολλά πράγματα, γιατί πήρα και από τον Γιόζεφ πολλά πράγματα. Το πως μπορείς να διαχειρίζεσαι τη θέση σε μια μεγάλη ομάδα, πως να διαχειρίζεσαι μια κακή εμφάνιση, μια κακή περίοδο. Το πως μπορείς να προστατεύσεις τον εαυτό σου. Είναι πράγματα τα οποία όταν αγωνίζεσαι οφείλεις να τα παρατηρείς και να τα ενσωματώνεις. Να κρατάς τα θετικά. Αυτός ήταν ο οδηγός».

Για το αν θα άλλαζε κάτι στα πρώτα χρόνια της καριέρας του: «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Ίσως στα 21, 22 να έπρεπε να φύγω από τον Παναθηναϊκό. Μετά δεν μπορούσα να φύγω. Να πήγαινα σε άλλη ομάδα, όχι σαν δανεικός. Νομίζω αν θα αγωνιζόμουν πιο νωρίς, θα έπαιζα πιο νωρίς».

Για το πρωτάθλημα που χάθηκε στα ντέρμπι από ΑΕΚ και Ολυμπιακό: «Αν δεν κάνω λάθος η συγκεκριμένη χρονιά, ήταν μια χρονιά ανανέωσης για την ομάδα. Με αποτέλεσμα να λείπει η εμπειρία και η δυναμική των προηγούμενων χρόνων. Ο Παναθηναϊκός πρέπει να δημιουργήσει μια νέα ομάδα, μια νέα κατάσταση, με αποτέλεσμα και ο Ολυμπιακός να παρουσιάζεται πιο δυνατός από πέρυσι. Ουσιαστικά χάσαμε ένα πρωτάθλημα για το οποίο δεν ήμασταν έτοιμοι να διεκδικήσουμε παρότι το παλέψαμε μέχρι το τέλος».

Για το χαμένο πέναλτι του Γιοβάνοβιτς στο Παναθηναϊκός-Ηρακλής 1-0 τον Μάιο του 1998: «Δεν το θυμάμαι καν... Έχω μια εικόνα, αλλά δεν θυμάμαι πολλά. Στα πέναλτι ήμουν πολύ κακός. Δεν είχα καλή αίσθηση, δεν πίστευα ποτέ στα πέναλτι, ότι η διάκριση ενός τερματοφύλακα θα έρθει μέσα από τις αποκρούσεις των πέναλτι. Και ακόμα δεν την πιστεύω. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος θα αποκτήσει έναν τερματοφύλακα επειδή έπιασε δύο πέναλτι. Δεν το χα ποτέ στο μυαλό μου».

Για το αν ένιωθαν την ισχυροποίηση του Ολυμπιακού: «Πλέον το αισθανόμασταν. Βλέπαμε ότι ο Ολυμπιακός και μέσω των μεταγραφών, αλλά και την δυναμική που έχει, είναι δύσκολός αντίπαλος πλέον που πρέπει να καταβάλουμε περισσότερα για να τον νικήσουμε».

Για τους καλύτερους αντιπάλους: «Θεωρώ μεγάλο αντίπαλο, αν και δεν τον αντιμετώπισα, παρά μόνο στα οικογενειακά διπλά, τον Κριστόφ Βαζέχα. Ένας παίκτης τοπ για μένα. Ευτυχώς δεν τον είχα αντίπαλο. Θεωρώ μεγάλο σκόρερ  και επικίνδυνο ποδοσφαιριστή, τον Ραούλ. Πιστεύω πως όσες φορές τον αντιμετωπίσαμε με την Ρεάλ, αλλά με την Εθνική Ισπανίας, ήταν ο παίκτης που πίστευα βλέπει το τέρμα από όποια γωνία και αν βρεθεί.
Πράγμα σπάνιο. Και ο Βαζέχα το είχε αυτό, για αυτό τον έκανε ιδιαίτερο. Ήταν παίκτες που σε όποια γωνία βρισκόταν ήξεραν που είναι το τέρμα, ο τερματοφύλακας. Είναι το μόνο που φοβόμουν. Πιο μεγάλος παίκτης που έχω αντιμετωπίσει είναι ο Ζινεντίν Ζιντάν. Τον χαιρόμουν να τον βλέπω σαν αντίπαλο».

Για τον Χουάν Ραμόν Ρότσα και την επιστροφή του το 1998: «Είναι ένας άνθρωπος ψυχολογίας, που μπορεί να τονώσει τους παίκτες, αλλά και να τους αναδείξει. Παρότι είχε φύγει ήταν πάντα κοντά στην ομάδα. Ήρθε στο εξάμηνο. Ήταν μια λύση προκειμένου η ομάδα να αποκτήσει αυτοπεποίθηση γιατί υπήρχε το πρωτάθλημα και το Κύπελλο».

Για την ήττα από τον Ολυμπιακό στον τελικό του Κυπέλλου το 1998: «Ήταν ένας αγώνας που ξεκίνησε με τις καλύτερες προδιαγραφές για την ομάδα και τελικά το χάσαμε. Αυτά συμβαίνουν. Καμιά φορά όταν ο αντίπαλος παίζει με 10 είναι πιο συγκεντρωμένος και πιο δυνατός. Ίσως και εμείς δεν ήμασταν καλύτεροι ή πιστέψαμε ότι στην αποβολή θα πάρουμε πιο εύκολα το παιχνίδι.

Η αλήθεια είναι ότι όλοι εκείνη την περίοδο, πίστευαν ότι ο Παναθηναϊκός προσπαθεί αν φτιάξει ξανά ομάδα. Ακόμα και τα παιδιά που έπαιζαν δεν είχαν τις εμπειρίες μεγάλης ομάδας. Βρισκόταν σε μεταβατικό στάδιο. Ο Ολυμπιακός αυτά τα χρόνια ήταν πιο δεμένος, με ίδιο προπονητής τον Μπάγεβιτς. Ήταν πιο έτοιμος από εμάς».

Για τη σχέση του με τον Γιόζεφ Βάντσικ, όταν έγινε βασικός ο Νικοπολίδης: «Σίγουρα ο Γιόζεφ είχε μάθει να είναι ο βασικός τερματοφύλακας, αλλά πιθανότατα και αυτός έχει καταλάβει ότι και αυτός δεν είναι όπως τα προηγούμενα χρόνια. Συν το γεγονός ότι εγώ ένιωθα δυνατός, ότι παίζω καλύτερα σε όλο το χρόνο. Η σχέση μας ήταν πάντα καλή. Δεν είχα ποτέ κανένα πρόβλημα. Ακόμα και σήμερα. Δεν είχαμε να χωρίσουμε τίποτα. Οι διαφορές μας ήταν μέσα στο γήπεδο».

Για το πρωτάθλημα που χάθηκε τη σεζόν 1999-2000 με τον Γιάννη Κυράστα προπονητή: «Και βέβαια το άξιζε ο Παναθηναϊκός το πρωτάθλημα. Φυσικά χάθηκε στο 2-2 με τον Ολυμπιακό στο Ολυμπιακό Στάδιο. Προηγηθήκαμε δύο φορές και ισοφαριστήκαμε δύο φορές. Πλέον εκείνη η ομάδα με την καθοδήγηση, την πειθαρχία που είχε ο κύριος Κυράστας, ο Παναθηναϊκός είχε δείξει ένα άλλο πρόσωπο. Ήταν πολύ καλύτερος. Εμπιστεύτηκε τα νέα παιδιά. Τον Μπασινά, τον Καραγκούνη, τον Γκούμα, που προέρχονταν από τις Ακαδημίες του Παναθηναϊκού και την προηγούμενη χρονιά είχαν παίξει σε κάποια ματς.
Πλέον ήταν έτοιμοι και με τη σωστή καθοδήγηση του κυρίου Κυράστα η ομάδα όλο το χρόνο ήταν μέσα στο πρωτάθλημα, αλλά σε αυτόν τον αγώνα, αυτή η ισοπαλία μας κόστισε τον τίτλο. Αν και θυμάμαι η ήττα στην Παναχαϊκή με 1-0 μας έφερε σε πιο δύσκολή θέση. Ακολούθησε το ντέρμπι και έπρεπε να κερδίσουμε οπωσδήποτε. Αν τα καταφέρναμε νομίζω πως θα παίρναμε και τον τίτλο γιατί είχαμε πιο εύκολο πρόγραμμα. Εκείνο το ντέρμπι δεν το κερδίσαμε, αν και πιστεύω πως ήμασταν καλύτεροι».

Για τον λόγο που εκείνη τη χρονιά δεν πήρε τον τίτλο: «Χάσαμε παιχνίδια με τις μικρές ομάδες. Κάναμε λάθη. Νομίζω χάσαμε μέσα στην Προοδευτική που αν και ήμασταν σε καλή κατάσταση, χάσαμε τον αγώνα. Ένας αγώνας που μας στοίχισε. Ήταν ένα πρωτάθλημα που με λάθος είτε του Παναθηναϊκού, είτε του Ολυμπιακού ο άλλος μπορούσε να τον προσπεράσει. Κάναμε δύο λάθη, μία ήττα στην Προοδευτική, μία στην Παναχαϊκή, ο Ολυμπιακός μας πέρασε έναν βαθμό. Ήταν παιχνίδι με παιχνίδι. Αρκετά δύσκολο πιστεύω».

Για την αλλαγή στα διοικητικά του Παναθηναϊκού και την αποχώρηση του Γιώργου Βαρδινογιάννη: «Ο Παναθηναϊκός μπαίνει σε ένα διαφορετικό πλάνο. Έρχεται ένας νέος άνθρωπος, με μια τελείως διαφορετική προσέγγιση και του ποδοσφαίρου και του επαγγελματισμού. Γιατί ένας τεχνοκράτης που ασχολείται πέρα από τα μεταγραφικά και την ομάδα, τα διαφημιστικά κ.τ.λ. γίνετε μια μεγάλη επένδυση στον Παναθηναϊκό.

Έρχονται παίκτες ακριβοί, μ' ένα πλάνο ουσιαστικά τριετίας για να μπορέσουμε να ανατρέψουμε την κατάσταση και ο Παναθηναϊκός να κατακτήσει το πρωτάθλημα. Αυτός ήταν ο βασικός στόχος. Η αλήθεια είναι ότι τα πιο νέα παιδιά δεν είχαν γνωρίσει τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, εγώ ήμουν μια δεκαετία. Ήταν μια περίεργη αλλαγή για μένα, ένα περίεργο συναίσθημα γιατί είχαμε συνεργαστεί πολύ καλά».

Για το αν μίλησε μαζί του: «Όχι, όχι, δεν μίλησα καθόλου μαζί του. Απλώς, επειδή όλα αυτά τα χρόνια ήμουν συνέχεια αρχηγός της ομάδας, πάντα βρισκόμασταν και συζητούσαμε για τα προβλήματα της ομάδας, για τα πριμ, τις αρμοδιότητες που έχει η τριάδα των αρχηγών. Καθόταν και άκουγε τα προβλήματα της ομάδας. Δεν είχαμε ποτέ οικονομικά προβλήματα.

Το ότι φτιάχναμε τετράδες αγώνων, είχαμε διάφορα να συζητήσουμε. Ρωτούσε πως είναι το κλίμα στην ομάδα. Τι προβλήματα αντιμετωπίζουμε. Προσπαθούσε μέσω των αρχηγών να μάθει το κλίμα, αλλά και πως είναι οι σχέσεις μεταξύ των ποδοσφαιριστών. Τον ενδιέφερε πάρα πολύ αυτό. Ήθελε να έχει τους παίκτες ενωμένους. Και δεν το λέμε απλά για να το πούμε. Πραγματικά, ήθελε οι παίκτες μεταξύ τους να είναι δεμένοι. Υπήρχαν και πολλοί Έλληνες. Πίστευε, μια τέτοια ομάδα, δεμένη, με καλό συναίσθημα μπορεί να πετύχει πολλά πράγματα».

Για την περίοδο 2000-01 και τις εμπειρίες από τους αγώνες του Champions League: Όταν παίζεις στο Champions League είναι μαγεία. Είναι κάτι διαφορετικό. Το ελληνικό πρωτάθλημα, είτε λόγω ποιότητας, είτε συνθηκών, γηπέδων, καταστάσεων, είναι υποβαθμισμένο. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Όχι ότι δεν έχει δυσκολίες, είναι πολύ δύσκολο πρωτάθλημα. Το Champions League είναι διαφορετικό.

Είχαμε την φιλοδοξία να αγωνιστούμε στα ευρωπαϊκά γήπεδα. Να φύγουμε από την Ελλάδα. Ήταν οι χρονιές που πολλά παιδιά προσπαθούσαν να κάνουν το ευρωπαϊκό βήμα και από τον Ολυμπιακό και από την ΑΕΚ. Και το έκαναν αρκετοί. Ήταν το σκαλοπάτι για εμάς. Είτε για να μας δούνε, είτε για να πάρουμε μια μεταγραφή. Επίσης, μας έβλεπε όλη η Ευρώπη, τα γήπεδα που αγωνιζόμασταν. Σου έβγαζε έναν καλύτερο εαυτό.

Νομίζω αυτό το στοιχείο πρέπει να μπει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Να δημιουργηθούν γήπεδα, εγκαταστάσεις. Έτσι, ώστε και ο ποδοσφαιριστής και ο φίλαθλος να αισθάνεται ότι παίζει σ' ένα γήπεδο, όπως είναι το 'Καραϊσκάκη'. Ό,τι παιχνίδι και αν γίνει εκεί και μέτριο να είναι, λόγω της ατμόσφαιρας αισθάνεσαι ότι βλέπεις ένα καλό παιχνίδι. Πολλές φορές συμβαίνει».

Για το αν σκέφτηκε να πάρει μεταγραφή στο εξωτερικό: «Με απασχόλησε πάρα πολύ. Ήθελα να παίξω στο εξωτερικό. Είτε γιατί ορισμένα πράγματα δεν μου άρεσαν στην ομάδα εκείνη την εποχή. Ήθελα να φύγω. Προσπάθησα να κάνω μεταγραφή. Έφτασα κοντά να το πετύχω. Η μοναδική προσφορά που είχα ήταν από τη Μπόλτον. Νομίζω τον Μάρτιο του 2002, αλλά ήταν η μοναδική που είχα από μια ομάδα που αγωνιζόταν στην Τσάμπιονσιπ και ήθελε μέσω των μπαράζ να ανέβει στην Premier League.

Ήταν μια επίσημη προσφορά. Η αλήθεια είναι ότι προσπάθησα πολύ, μίλησα με τον κύριο Φιλιππίδη. Του ζήτησα να με αφήσει να φύγω γιατί ήταν μια συμφέρουσα πρόταση και για τον Παναθηναϊκό, αλλά αρνήθηκε και το θέμα έμεινε κάπου εκεί».

Για αν κάποιος παίκτης διαλέγει παιχνίδια: «Όχι, αυτό δεν γίνεται. Μπορεί να γίνει μόνο με την έννοια ότι παίζεις στην Ελλάδα και στο 60' είσαι 3-0. Εκεί μπορείς να κρατήσεις δυνάμεις. Βέβαια, στον Παναθηναϊκό παίζαμε Κυριακή, είχαμε άσχημο αποτέλεσμα, την Τετάρτη Ευρώπη θετικό, την Κυριακή πάλι αρνητικό στο πρωτάθλημα. Πάντα υπήρχε αυτή η κατάσταση.

Πολλοί άνθρωποι, αλλά και ρεπόρτερ του Παναθηναϊκού μας κατηγορούσαν ότι διαλέγουμε παιχνίδια με μόνο σκοπό τη μεταγραφή μας και ότι δεν μας ενδιαφέρει το πρωτάθλημα. Αλλά φυσικά αυτή δεν είναι η πραγματικότητα».

Για τον Κώστα Χαλκιά, ο οποίος ήταν δεύτερος τερματοφύλακας του Παναθηναϊκού: «Να πούμε την αλήθεια... Ο Κώστας ήταν ένας τερματοφύλακας που πάντα διεκδικούσε τη θέση του βασικού. Λειτουργούσαμε λίγο έως πολύ ανταγωνιστικά. Δεν υπήρχε ας πούμε αυτή η διαφορά ηλικίας που είχα με τον Γιόζεφ. Ήμασταν πιο κοντά στην ηλικία. Ήταν μια ανταγωνιστική θέση.

Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε και τις καλύτερες σχέσεις. Οπότε, δεν μπορούσα να λειτουργήσω συμβουλευτικά μαζί του. Συμβουλευτικά ήμουν απέναντι στον Στέφανο Κοτσόλη, στον Τζόρβα που τότε ήταν μαζί μας. Πολλές φορές κάναμε και μαζί προπόνηση. Όσον αφορά στον Κώστα το θέμα ήταν τελείως ανταγωνιστικό και δεν είχαμε την ιδιαιτερότητα».

Για την απόκρουση πέναλτι του Τζόρτζεβιτς σε ντέρμπι Παναθηναϊκού-Ολυμπιακού: «Ναι... Και την προηγούμενη βδομάδα είχα πιάσει ένα στον Πύργο κόντρα στον Πανηλειακό. Είχα δύο μαζεμένα. Αυτό ήταν το μάξιμουμ. Δεν είχα καλή σχέση με τα πέναλτι».

Για την βραδιά του 1-4 από τον Ολυμπιακό στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας σε παιχνίδι Κυπέλλου: «Τραγικό... Τραγική βραδιά. Ξεκίνησε στραβά, τελείωσε στραβά. Πλήρη απογοήτευση γιατί ακόμα και εκείνη τη χρονιά που ξεκινήσαμε με τον Άγγελο Αναστασιάδη κάναμε μια ακόμα πορεία στο Champions League. Μέχρι τα Χριστούγεννα ήμασταν σε καλή κατάσταση και από εκεί και πέρα ήταν μια τραγική χρονιά και κατέληξε στο να χάσουμε στον ημιτελικό από τον Ολυμπιακό. Όλοι ήμασταν σε κακή μέρα με αποτέλεσμα να έρθει αυτή η ήττα».

Για το πως λειτουργεί στην ψυχολογία ενός παίκτη μια τέτοια ήττα: «Όταν είσαι απέναντι από τον "αιώνιο" αντίπαλό σου είναι πάρα πολύ δύσκολο. Αυτό όμως που ψάχνεις να βρεις είναι το επόμενο παιχνίδι. Και μακάρι να είναι σε 2-3 μέρες γιατί σε βοηθάει να το ξεχάσεις με την έννοια ότι πας σε ένα άλλο ματς με σκοπό να το κερδίσεις για να ανορθώσεις λίγο το ηθικό σου. Έχεις τσαλακωθεί και ψάχνεις μια σειρά αγώνων να τους κερδίσεις για να μπορέσεις να ανυψωθείς. Δεν μπορείς με λόγια, μόνο μέσα στο γήπεδο».

Για τον πανηγυρισμό των παικτών του Ολυμπιακού στο 1-4: «Προσωπικά δεν πιστεύω πως υπάρχει αυτή η ένταση να ανταποδώσει ο ένας στον άλλον. Απ' ό,τι θυμάμαι ήταν μια κίνηση του Γεωργάτου και ακολούθησαν οι υπόλοιποι. Δε νομίζω ότι είναι πράγματα που φανατίζουν και προκαλούν προβλήματα στις σχέσεις των παικτών».

Για τα 16 παιχνίδια στο Champions League της περιόδου 2001-02, που ολοκληρώθηκε στην Βαρκελώνη και τα προημιτελικά: «Εκείνο το παιχνίδι ξεκίνησε έχοντας δεχθεί για άλλη μία φορά ένα σίδερο στην πλάτη μου στην αρχή του αγώνα. Θυμάμαι και ο γιατρός, αλλά και ο διαιτητής του αγώνα σκέφτονταν να μην διεξάγουν τον αγώνα γιατί εκεί τα πράγματα είναι πιο σοβαρά, πιο υπεύθυνα. Δεν κοιτάζουν ονόματα. Δεν ήθελα όμως εγώ αυτό το μεγάλο παιχνίδι να τελειώσει εκεί. Ήθελα να το παίξω, να το ζήσω. Λειτούργησα ασυναίσθητα και είπα δεν θα βγω, θα τελειώσω τον αγώνα.

Δεν μπορώ να χαλάσω την γιορτή. Ήμασταν στα προημιτελικά, είχαμε κερδίσει 1-0 στον πρώτο αγώνα. Ήθελα να παίξω. Δεν πονούσα. Ήταν ένα σίδερο που έκαιγε. Στην Ευρώπη οι διαιτητές δεν κοιτάζουν αν έβγαλες αίμα ή όχι. Βλέπουν την αντίδραση.

Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, ο Καραγκούνης υπέστη ρήξη χιαστών στο 40' και έπαιζε τραυματίας. Ήταν τέτοιο το πάθος μας. Είδα τον Γιώργο που όταν πήγαμε στο ημίχρονο διαπιστώσαμε ότι έπαιζε για 5 λεπτά με κομμένο χιαστό. Το πόδι του έφυγε από τη θέση του. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι δεν θα τελειώσουμε αυτόν τον αγώνα. Είναι παιχνίδια που παίζουμε μία στο τόσο».

Για την καλύτερη απόκρουση: «Είναι πράγματα που δεν μπορώ να θυμηθώ. Θυμάμαι με τη Μπαρτσελόνα στη Λεωφόρο, το 1-0, ένα σουτ του Ριβάλντο με έξω αριστερό, απέκρουσα. Πιο πολύ έχει να κάνει με το επίπεδο που αγωνίζεσαι απ' ότι με τον ποδοσφαιριστή που εκτελεί. Αυτά σου ανεβάζουν τον βαθμό δυσκολίας της απόκρουσης».

Για την πορεία μέχρι τα προημιτελικά του Champions League: «Είναι αυτό που λέω... Όλα τα προηγούμενα χρόνια, από το 1998 η ομάδα αρχίζει να δημιουργείται. Συν την προσθήκη ορισμένων καλών παικτών που ήρθαν στην ομάδα με την αλλαγή διοίκησης, όπως ο Χένρικσεν, ο Κωνσταντίνου, ακριβές μεταγραφές, αλλά ποιοτικοί παίκτες. Δημιούργησαν μια δυνατή ομάδα με τους γηγενείς παίκτες της ομάδας του Παναθηναϊκού. Υπήρχε αυτή η ομόνοια. Λειτουργούσαμε πολύ σαν ομάδα με αποτέλεσμα να είμαστε δυσκολοκατάβλητος αντίπαλος για οποιαδήποτε ομάδα.

Είτε θέλετε αμυνόμενοι πάρα πολύ, είτε όχι τηρώντας το Fair Play, με καθυστερήσεις, αλλά ήμασταν μια δυνατή ομάδα. Μια ομάδα που έκανε τρία στα τρία στην έδρα της, στηριζόμενοι σε ένα στιλ παιχνιδιού με πολλές πάσες, μεσοαμυντικό, δυνατή άμυνα, με γρήγορους και δυνατούς επιθετικούς, όπως ο Λυμπερόπουλος, ο Κωνσταντίνου, ο Κόλκα και ο Ολισαντέμπε.

Είχαμε βρει τρόπους για να αντιμετωπίσουμε τέτοιες ομάδες. Ήταν δύσκολο να μας κερδίσουν. Ειδικά στη Λεωφόρο, ένα μικρό γήπεδο. Διαφορετικό απ' ότι είχαν συνηθίσει όλοι αυτοί οι παίκτες της Άρσεναλ, της Σάλκε... Μπορέσαμε και να τους εγκλωβίσουμε και να τους κερδίσουμε».

Για τη διέξοδο των ευρωπαϊκών επιτυχιών την στιγμή που ο Ολυμπιακός κυριαρχούσε στην Ελλάδα: «Ο κόσμος του Παναθηναϊκού αισθανόταν περήφανος για την ομάδα του. Οι συνεχείς προκρίσεις στο Champions League και οι νίκες είναι πολύ δύσκολο και πολύ σπουδαίο πράγμα. Ακόμα και τη χρονιά που δεν παίξαμε στο Champions League, αλλά στο ΟΥΕΦΑ φτάσαμε στα προημιτελικά, όπου αποκλειστήκαμε από την Πόρτο του Μουρίνιο. Κερδίσαμε μέσα στο Πόρτο, αλλά χάσαμε στην Λεωφόρο. Ήταν μια μεγάλη επιτυχία και κρατούσε ζεστό τον κόσμο του Παναθηναϊκού και τον έκανε περήφανο».

Για τις συχνές αλλαγές προπονητών στον Παναθηναϊκό: «Αυτό είναι το μοναδικό πρόβλημα. Ο Παναθηναϊκός βρισκόταν διαρκώς σε μια πίεση. Στην πίεση της κατάκτησης του πρωταθλήματος, το οποίο δεν ερχόταν. Πίστευαν ότι αλλάζοντας προπονητές θα βρουν κάτι διαφορετικό και ότι θα πάρουν το πρωτάθλημα. Ποτέ δεν έμειναν στη συνταγή ότι έχω έναν προπονητή, συνεχίζω με αυτόν, 1-2 χρόνια ώστε μπορέσω να αλλάξω την κατάσταση. Απλά ήταν η πιο εύκολη λύση. Γιατί αν χάσεις ένα ή δύο παιχνίδια μπορεί να σου στοιχίσει το πρωτάθλημα. Δεν υπήρχε ο συναγωνισμός για να χάνουν οι ομάδες βαθμούς. Αν έχανες εσύ κάποιους πόντους δεν μπορούσες να τους αναπληρώσεις.

Ουσιαστικά έπρεπε να κάνουμε ένα πρωτάθλημα με μία ήττα. Όταν έρχονταν 2-3 ήττες, αυτός που την πλήρωνε ήταν ο προπονητής. Η διοίκηση αισθανόταν ότι με μία ήττα χάνει το πρωτάθλημα και βιαστικά αποφάσιζε την αποχώρησή τους ή ακόμα και οι ίδιοι έφευγαν μη αντέχοντας την πίεση. Δεν γνωρίζω πραγματικά. Οι συνεχείς αλλαγές προπονητών ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει η ομάδα.

Έπρεπε να στηρίξει κάποιον, όπως έκανε ο Ολυμπιακός. Είχε 4,5 χρόνια τον Μπάγεβιτς. Έπρεπε και εμείς να αποφασίσουμε ποιος είναι ο κατάλληλος προπονητής, Έλληνας ή ξένος και να πορευτούμε με αυτήν. Οι ήττες κάποιες φορές αλλάζουν και τις καταστάσεις. Είναι κάτι που επικρατεί στο



ΑΕΚ: Τιμωρία μιας αγωνιστικής κεκλεισμένων των θυρών
ΑΕΚ: Τιμωρία μιας αγωνιστικής κεκλεισμένων των θυρών
Βίρτους Μπολόνια - Παναθηναϊκός AKTOR: Οι Ιταλοί ακύρωσαν εισιτήρια Ελλήνων λίγο πριν το τζάμπολ!
Βίρτους Μπολόνια - Παναθηναϊκός AKTOR: Οι Ιταλοί ακύρωσαν εισιτήρια Ελλήνων λίγο πριν το τζάμπολ!
Βύρωνας: Talk of the town η Μαρίνα Σάττι σε κατάστημα ΟΠΑΠ
Βύρωνας: Talk of the town η Μαρίνα Σάττι σε κατάστημα ΟΠΑΠ
Παναθηναϊκός - ΠΑΟΚ: Ετοιμοπόλεμοι οι «πράσινοι» διεθνείς, αποφόρτιση ο Σπόραρ - Εκτός ο Μπάμπα
Παναθηναϊκός - ΠΑΟΚ: Ετοιμοπόλεμοι οι «πράσινοι» διεθνείς, αποφόρτιση ο Σπόραρ - Εκτός ο Μπάμπα
©2011-2024 Onsports.gr - All rights reserved